Βάλε ένα από τα ίδια...

... κι έλα κάνε μου παρέα. Έχω να σου πω μια ιστορία.

Ξεκίνησα να πίνω από μικρή. Όχι πολύ, μα έπινα κρυφά όταν λείπαν οι γονείς μου. Τα μπουκαλάκια απ’ τα ταξίδια που έφερνε ο μπαμπάς, τα άνοιγα και τα ‘πινα παίζοντας τη bar woman. «Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει» ένα πράμα. Δεν τ’ άδειαζα τελείως, άφηνα λίγο μέσα και συμπλήρωνα νερό, να φαίνεται γεμάτο. Μετά έκλεινα πάλι τα καπάκια και τα ξανάβαζα πίσω στη θέση τους στο σκρίνιο, ελπίζοντας πως δε θα με καταλάβουν. Ούτως ή άλλως χαμένα πήγαιναν, αφού η μάνα τα είχε διακοσμητικά και δεν τα έπινε ποτέ κανένας. Τη μέρα που το ανακάλυψαν, έφαγα το ξύλο της χρονιάς μου και με κλειδώσανε έξω από το σπίτι. Με λυπήθηκε η διπλανή και με πήρε μέσα, κοιμήθηκα εκεί.

Στα 19 μου πήγα στο νοσοκομείο με κoλικό νεφρού. Ο γιατρός είπε να πίνω καμιά μπυρίτσα που είναι διουρητική. Τι ήθελε και το ‘πε, το γάμησα τελείως! Είχα και μια πολύ καλή δικαιολογία βλέπεις, «να κατουρήσω την πέτρα ρε μάνα και μετά θα τις κόψω». Μετά έκοψα τελείως το νερό και κράτησα τις μπύρες. Τραβιούνται οι άτιμες τα καλοκαίρια.

Η πρώτη μου επαφή με το ουίσκυ έγινε σχετικά αργά. Μεθύσια στα φοιτητικά μου χρόνια δε θυμάμαι κι αν χαλάστηκα καμιά φορά ήταν επειδή ήμουν νηστική. Άντεχα στο ποτό κι ας λένε ότι η αντοχή στο αλκοόλ είναι ανάλογη των κυβικών που κουβαλάμε. Ουίσκυ έπινε ο πρώην άντρας μου. Βάζαμε κάνα ποτηράκι το βράδυ βλέποντας καμιά ταινία, εκείνον τον έπαιρνε ο ύπνος στον καναπέ κι έμενα εγώ με τη μπουκάλα στο χέρι να πνίγω τον πόνο και τη μοναξιά. Δεν κάνω πλάκα σου λέω. Άντεξα λίγο μόνο και μετά που χώρισα, την κάβα που είχαμε στο σπίτι την άδειασα μόνη μου σε χρόνο d.t. Τότε ήταν που πήρα την κάτω βόλτα. Τους επόμενους μήνες έβγαινα κι έπινα πολύ. Δεν υπήρξε ποτό που δε δοκίμασα. Χάλασα το στομάχι μου και μαύρισα την ψυχή μου. Οι άντρες μου φαίνονταν πιο όμορφοι μετά από 2-3 ποτά. Κι εγώ χαμογελούσα πιο δύσκολα και τα μάτια μου σκοτείνιαζαν. Μα άνοιγα πιο εύκολα τα πόδια κι ας σφιγγόταν η καρδιά. Έπαιρνα την εκδίκησή μου, χειραγωγώντας τους ανακάλυπτα τη δύναμή μου.

Σκέφτηκα να προσπαθήσω να απέχω, μα δε δοκίμασα ποτέ. Δε θέλω ρε γαμώτο. Εσύ γιατί δεν κόβεις το τσιγάρο; Άσε με να ‘χω μια εξάρτηση κι εγώ. Στο κάτω κάτω της γραφής, αφού δε με χαλάει. Δεν έχει περάσει μέρα στη ζωή μου από τότε που να μην έχω πιει. Στο ψυγείο φαγητό μπορεί και να μην έχω, αλλά από ποτά δεν ξεμένω ποτέ. Μου είπε κι ο γιατρός πως το κόκκινο κρασί κάνει καλό στην αναιμία και το κονιάκ βελτιώνει την κυκλοφορία. Δεν είπε πόσο, «λίγο» είπε, τι πειράζει αν καμιά φορά βάζω λιγάκι παραπάνω; Κι αν με πονάει το συκώτι, είναι απ’ το άγχος κι όχι απ΄ το ποτό. Αφού μπορώ και το ελέγχω. Όποτε θελήσω, θα το κόψω, μόνο να πάρω την απόφαση, μα δεν είναι καλή περίοδος αυτή. Είναι κι ετούτη η μοναξιά που σε σκοτώνει, τα βράδια θέλεις κάτι για παρέα, τραβιέται τ’ άτιμο όπως η μουσική. Πώς να γράψεις, πώς να κλάψεις, πώς και σε ποιον να μιλήσεις...

Και τώρα εσύ θ’ αναρωτιέσαι, φίλε. «Τι λέει αυτή εδώ; Αλήθειες γράφει ή μας δουλεύει;» Χέστηκα τι θα πιστέψεις. Μου φτάνει που τα ξέρασα και μέσα μου καθάρισα. Τις πιο μεγάλες μου αλήθειες πιωμένη τις είπα. Το πρωί που θα ξενερώσω, ίσως και να μετανιώσω. Με λένε Αλεξάνδρα και είμαι αλκοολική.



Αναρτήθηκε απόnosyparker στις 7:48 μ.μ.  

4 σχόλια:

Erwtas Stomaxhs είπε... 7 Μαρτίου 2007 στις 8:16 μ.μ.  

ελπίζω να πιούμε και μαζί κανά ποτάκι να μου τα πεις καλύτερα...

nosyparker είπε... 7 Μαρτίου 2007 στις 9:26 μ.μ.  

Τι να πούμε, στομάχη; Δε με λένε Αλεξάνδρα! :-D

numb είπε... 7 Μαρτίου 2007 στις 10:12 μ.μ.  

Αλεξάνδρα, είσαι γερό ποτήρι τελικά :) (welcome)

sorry_girl είπε... 8 Μαρτίου 2007 στις 8:05 π.μ.  

Αυτήν την περίεργη δίψα που σε πιάνει μόλις πέφτει η νύχτα και καντάρια νερό δεν την σβήνουν, εύχομαι Αλεξάνδρα να την αφήσεις πίσω.
;)

Δημοσίευση σχολίου