Γκομενοδουλειές χωρίς γκόμενους.

H αλήθεια είναι ότι ακόμα δεν μπορώ να προσδιορίσω ποιο καλοκαίρι ήταν. Μπορεί να ήμουν ακόμα με τον Κώστα, μπορεί και όχι. Μάλλον όχι. Πάντως, μαζί με την Μ. φορτώσαμε το αυτοκίνητο με σκηνάκι, sleeping bag, μαγιό και την αδελφή μου (πεσκέσι από τους γονείς) και φύγαμε για σαββατοκυριακάτικο gomenohunting. Που; Που μπορείς να βρεις beach bar, τίγκα στους φοιτητές στη βόρεια Ελλάδα; Που; Ναι, στον Αρμενιστή μπορείς, αλλά εμείς αποφασίσαμε να πάμε στο camping του Αριστοτελείου στη Χαλκιδική. Feels like heaven!

Στον απολογισμό που κάναμε μετά, καταλήξαμε ότι η καλύτερη στιγμή του ταξιδιού ήταν κάπου στα μέσα της διαδρομής όταν σε μια στιγμή αδυναμίας τραγουδούσαμε Βίσση μπουκωμένες με τυρόπιτες από καντίνα-supermarket- είδη camping, προικός κτλ εκτοξεύοντας σφολιάτα στο ρυθμό «όλα τα λεφτά μωρό μου-όλα τα λεφτά». Γιατί τα υπόλοιπα ήταν μια πλήρης αποτυχία.

Φτάνοντας στο camping φάγαμε την πρώτη γερή ήττα. Στην είσοδο μας περίμενε οικογενειακός φίλος των δικών μου. Από αυτούς που σε βλέπουν με άτομα που δεν θέλεις να γίνεις ρεζίλι μπροστά τους, και αρχίζουν τις στριγγλιές. «Ααααα βρε [όνομα σου]ούλα, πως μεγάλωσες έτσι, (απευθυνόμενος στους υπόλοιπους) εμείς την [όνομα σου]ούλα την ξέρουμε από να, τόσο δα, θυμάσαι που κυνήγαγες τον Γιαννάκη μας να τον φιλήσεις;» Και μετά φροντίζουν να σε αποτελειώσουν ενημερώνοντάς σε για την γκομενάρα νέα φίλη του Γιαννάκη, ενώ εσύ καταριέσαι την γαμημένη στιγμή που μέχρι και ο μίστερ κουασιμόδος 1996 έχει γκόμενα ενώ εσύ όχι. Φυσικά οι γονείς μου είχαν εντελώς τυχαία παραλείψει να με ενημερώσουν για την ύπαρξη του φίλου τους, ενώ εν μέσω κραυγών μου στο κινητό, τους άκουγα να λένε, «μα πως κάνεις έτσι, ίσα ίσα που μπορεί να σας βοηθήσει και στο στήσιμο της σκηνής». Αυτό σήμαινε, στήσιμο σκηνής δίπλα στο παράθυρο του τροχόσπιτου του κυρίου Λευτέρη και πεντάλεπτες διακοπές «Θέλετε νεράκι, συκαλάκι, λίγο μουσακά, popcorn, μανταλάκια;» ενώ το μόνο που θέλαμε ήταν λίγο fucking privacy. Τελικά είχε και κάτι καλό ο κυρ Λευτέρης. Toν Μιχάλη, ένα γιο στην ηλικία της αδελφής μου, το ίδιο πυροβολημένο, οπότε για την Ν. το σαββατοκύριακο πέρασε σαν νεράκι που κυλά, παίζοντας Σκορ 4.

Θεωρώντας ότι έχουμε παρεκκλίνει του αρχικού μας στόχου γύρω στις 180 μοίρες, η Μ. πρότεινε να πάμε στο bar από τις εφτά το απόγευμα για καλύτερη ανίχνευση της τοποθεσίας. Πράγμα καταστροφικό αφού αν είσαι 1.50 και 40 κιλά με ένα γρήγορο υπολογισμό και χωρίς πτυχίο χημικού, μπορείς να καταλάβεις ότι στα 3 μπουκάλια μπύρας η θάλασσα είναι μωβ, ο barman σερβίρει πεταλούδες και στη τελική τι τους θες τους γκόμενους αφού κανείς δε σε καταλαβαίνει τόσο καλά όσο η μάνα σου; Αυτά αν πιείς μπύρα. Η Μ. όμως σκεπτόμενη πως καλοκαίρι είναι βρε αδερφέ, ας μην είμεθα τόσο συντηρητικοί, αποφάσισε πως οι Σκωτσέζοι της ταιριάζουν περισσότερο ως ιδιοσυγκρασία. Εγώ από την άλλη, επηρεασμένη από μια ηλίαση, με γεύση από μισή τυρόπιτα αμφιβόλου ποιότητος στο στόμα (είπαμε, η υπόλοιπη ήταν απλωμένη στο ταμπλό του αυτοκινήτου) και επιτακτική την ανάγκη ευρέσεως συντρόφου, είχα αποκτήσει την στρεβλή εντύπωση πως τα μάτια μου έχουν μαγικές μαγνητικές δυνάμεις. Που μεταφράζεται σε απίστευτο κάρφωμα ενός γκόμενου στην άλλη πλευρά της μπάρας. Και κακώς αδιαφορούσα πλήρως για τα πλαστικά ποτήρια whiskey που η Μ άδειαζε λες και έπρεπε να ποτίσει κάποιο εσωτερικό φυτό στο στομάχι της. Γιατί μετά από μισή ώρα, ο γκόμενος έφυγε και η Μ. χόρευε κάπου στην άλλη άκρη του beach bar με ένα γομάρι γύρω στα 2 μέτρα. Πήρα την μπύρα μου και πήγα κατά εκεί. Αφού ο «υποψήφιος γκόμενος» μου ήταν βλήμα και έφτυσε την τύχη του, θα έπνιγα τον πόνο μου στο whiskey της Μ. το οποίο άδειασα μονορούφι. Ο δίμετρος βούβαλος έκατσε μαζί με την Μ. δίπλα μου και μας έκανε την τιμή να μοιραστεί το όνομα του μαζί μας. Δε θυμάμαι τίποτα εκτός από το ότι ήταν από την Ιορδανία και ότι μου έκανε πολύ μεγάλος για φοιτητής. Καθώς στραβοκοιτούσα τον αλλοδαπό που χερούκωνε την φίλη μου, αργά αλλά σταθερά συνειδητοποιούσα ότι η μόνη μαγική ικανότητα που μου είχε προσφέρει η ηλίαση και η τυρόπιτα, ήταν αυτή του μαγνητισμού μεν, ηλιθίων δε, ατόμων. Έτσι, χωρίς να το πάρω χαμπάρι βρέθηκα δίπλα σε ένα φλώρο που μου εξομολογούνταν τον έρωτα του από την πρώτη στιγμή που με είδε και μάλιστα είχε προλάβει να μου γράψει και ένα ποίημα. Αυτόν τον θυμάμαι πως τον λέγανε. Νεκτάριο. Δε ξεχνιέται τέτοια επιτυχία. Και τότε είδα τον Νίκο.Τον πρώην γκόμενό μου. Ήμουν παρέα με μια μεθυσμένη φίλη, έναν Ιορδανό, ένα ποιητή Νεκτάριο και πολλές τύψεις που χώρισα τον Νίκο από το τηλέφωνο που γύρισα αμέσως στο μπουκάλι μου και του έριξα το βαθύτερο βλέμμα που μπορεί να εισπράξει μια μπύρα. Η Μ. με ρώταγε τι απέγινε το whiskey της και της έκανα νόημα να κοιτάξει πίσω. Δε ξέρω αν όντως κοίταξε. Ο Νεκτάριος απήγγειλε κάτι για μεθυσμένα φεγγάρια, ο Νίκος με ρώταγε γιατί χάθηκα έτσι και ένα χέρι με τράβαγε. Βρέθηκα να χορεύω σε αργό ρυθμό cheek to cheek με ένα πανέμορφο μελαχροινό αγόρι. Πράγμα που μου έκανε εντύπωση όχι γιατί το αγόρι ήταν πανέμορφο αλλά γιατί η μουσική ήταν κάτι σε πολύ δυνατά beat και το να χορεύω 1 στα 4 μπουμπ μου έκανε εντύπωση. Το χέρι του γκόμενου πλησίαζε απειλητικά τον κώλο μου και έτσι θεώρησα ότι πρέπει να ζητήσω τουλάχιστον ένα όνομα. Η απάντηση δεν ήρθε ποτέ. Δεν μπορούσα να χορεύω άλλο τέκνο σε ρυθμό «in the death car» και έτσι αφού ο γκόμενος δεν μιλούσε, είχα πιεί τα μπουκάλια μπύρας που αντιστοιχούν στο σωματότυπό μου (βλέπε εξίσωση πιο πάνω) και έτσι τον κάθισα σε μια καρέκλα και άρχισα την ανάκριση. Η Μ. είχε εγκαταλείψει τον Ιορδανό και μιλούσε με τον ποιητή Νεκτάριο. Χάρηκα που τα βρήκε κάποιος μαζί του. Μετά από μισή ώρα, είπα στη Μ. ότι πάω για ύπνο. Με ρώτησε για τον πανέμορφο γκόμενο και της είπα ότι είναι κωφάλαλος. Δηλαδή την αλήθεια! Τρεκλίζοντας ανάμεσα σε σκηνές και τεντωμένα μπουγαδόσκηνα, έφτασα στα καρτοτηλέφωνα. Δεν θυμάμαι αν πήρα τηλέφωνο τον Κώστα ή όχι. Μετά μάλλον έπεσα.

Την επόμενη μας ξύπνησε η αδελφή μου γκρινιάζοντας πως η σκηνή μυρίζει σαν αποστακτήριο. Με την Μ. είπαμε πως μόνο μια βουτιά μας σώζει, για να ανακαλύψω ότι κάποιος μου είχε κλέψει το μαγιό. Η Μ. με έβρισε γιατί ο ποιητής Νεκτάριος την έπρηξε -και αυτή για να με εκδικηθεί του έδωσε το τηλέφωνό μου. Επίσης το έδωσε και στον γκόμενο, που τελικά λέγανε Ηλία, αλλά αυτό το έκανε για καλό. Ο Ιορδανός της την έπεσε αγρίως αφού έφυγα και ευτυχώς ο Νίκος την γύρισε στη σκηνή αν και αναγκάστηκε να ακούει τη κλάψα του σε όλη τη διαδρομή.

Ο γυρισμός ήταν μια αηδία. Η Μ. αποφάσισε ότι οι Σκωτσέζοι είναι οι πιο ηλίθιοι του κόσμου κι εγώ ότι δε θα ξαναφάω τυρόπιτα. Η Ν. μας είπε ότι o Μιχάλης ξέρει ένα γαμάτο μπαράκι στο Πευκοχώρι. Δε θα ήταν ωραία να πάμε το άλλο Σαββατοκύριακο;

Αναρτήθηκε απόUnknown στις 11:05 π.μ.  

15 σχόλια:

homelessMontresor είπε... 3 Μαρτίου 2007 στις 11:33 π.μ.  

Αυτό μπορούσες κάλλιστα να το γυρίσεις σε ταινία! Αντί να την ονομάσεις το Party όμως, θα την πεις "The beach Party".

οι σκιές μιλάν είπε... 3 Μαρτίου 2007 στις 12:13 μ.μ.  

Ποιός να το περίμενε!
"Και τα κορίθια έχουν βάθανα"
:P

Erwtas Stomaxhs είπε... 3 Μαρτίου 2007 στις 12:21 μ.μ.  

Καλά ρε πως βρέθηκαν οι οικογενειακοί φίλοι στο Ποσείδι; Εκεί τρώνε πόρτα όσοι δεν έχουν φοιτητικό πάσο.

Τον Νεκτάριο μάλλον τον ξέρω, αλήθεια σε λέω. Έγινε τόσο μαλάκας επειδή διαβάζει "Στόχο".

Αυτά τα -άγαμε ποιος σε τα έμαθε ρε; Με χάλασες όσο και η τυρόπιτά σου! :ΡΡΡ

Unknown είπε... 3 Μαρτίου 2007 στις 12:31 μ.μ.  

Montresor-> σκέτη αποτυχία θα ήταν η ταινία, άσε που μόλις θα έβγαινε ο Νεκτάριος θα άδειαζε η αίθουσα φωνάζοντας ΟΧΙ ΑΛΛΟ ΠΟΙΗΣΗ!!

Σκιές -> ναι ρε έχουν :p

Στομάχη -> O κυρ Λευτέρης είναι καθηγητής στη γυμναστική ακαδημία. Τον Νεκτάριο τον είδα κάπου στην Τσιμισκή τον επόμενο χειμώνα και έκανα την αδιάφορη. Μετά από 10 λεπτά ήρθε μήνυμα "Με θυμάσαι;"
Απάντησα "όχι". Οσο για τα -αγαμε ένα έχω να πω. Με στραβό αν κοιμηθείς το πρωί θα αλλοιθωριζεις. Got my point?

Erwtas Stomaxhs είπε... 3 Μαρτίου 2007 στις 1:08 μ.μ.  

σε νιώθω Τόμ...

divine mitsakos είπε... 3 Μαρτίου 2007 στις 2:40 μ.μ.  

αχ, μου θυμιζει ένα καλοκαίρι στην Αντίπαρο με την αγαπημένη φίλη, λίγο πριν τη χάσω οριστικά πια νομίζω
(με πόνο καρδιάς το λέω αυτό, και για την απώλεια, αλλά και για το κάμπινγκ της Αντιπάρου-ποτέ ξανά καρδιά μου)
καλησπέρα σας tomboy :)

zero είπε... 3 Μαρτίου 2007 στις 4:30 μ.μ.  

Πολυ καλο το ποστ.

ζερο.

marquee de mud είπε... 4 Μαρτίου 2007 στις 9:14 π.μ.  

"χερουκωνε";

τι "χερουκωνε" ρε και εχετε και προβληαμα και με το "-αγαμε"!

το στορυ μου θυμισε ενα γκαραζκομματι, δεν θυμαμαι τωρα μπαντα, που ελεγε "that's how the other half lives". το στορυ επισης μου εφερε μια γευση χθεσινου αλκοολ στο στομα και σκεπασε τον εσπρεσο των τσιαπας.

The Motorcycle boy είπε... 4 Μαρτίου 2007 στις 10:36 π.μ.  

Χτύπησες την εσπρεσιά πολυτόμαρο και τα βλέπεις όλα πρίμα ε; Στομάχη το -αγαμε είναι καλύτερο από το -ουσαμε. Πρόσεξε: Κατουράγαμε (δείχνει μαγκιά, χαλαρότης και αδιαφορία για τον εξωκόσμο), Κατουρούσαμε (δείχνει απλά παρελθοντικό χρόνο, όπου ψάχνεις γωνία να κάνεις πιπί σου).
Υ.Γ.: Καλύτερα την έγραψες την ιστορία από ότι μου την είχες πει Tomboy.

Ανώνυμος είπε... 5 Μαρτίου 2007 στις 9:39 π.μ.  

Οσο πάει και μ αρέσει αυτό το μπλογκ της παρακμής! Μπράβο Τομ!

sorry_girl είπε... 5 Μαρτίου 2007 στις 9:48 π.μ.  

Ανυπομονώ να μάθω τι έγινε το επόμενο σου-κου.
:)

Erwtas Stomaxhs είπε... 5 Μαρτίου 2007 στις 12:27 μ.μ.  

Μότο το -ούσαμε όμως είναι πιο πρόστιχο.
άκου: "την κατουρούσα στα μούτρα", δείχνει ψυχρότητα και σαδισμό "την κατούραγα στα μούτρα" δείχνει ότι πρόκειται μάλλον για καθυστερημένο άτομο

The Motorcycle boy είπε... 5 Μαρτίου 2007 στις 1:39 μ.μ.  

Την κατούραγα στη μούρη είναι το σωστό ρε! Και είναι και πιο τσαμπουκαλέ!

Erwtas Stomaxhs είπε... 5 Μαρτίου 2007 στις 2:02 μ.μ.  

χαχαχα!!! καλά έχουμε πιάσει και γαμώ τις συζητήσεις!

Ανώνυμος είπε... 28 Αυγούστου 2008 στις 5:25 π.μ.  

(στην κυρία Ρωρερκάρ)

Τι περιμένεις για να 'ρθεις κοντά μου;
Τι άλλο αν σου 'λεγα γλυκιά μου ωραία
θα είχα την εξαίσια σου παρέα;
Τρέμοντας σε καλούν τα ποιήματά μου.

Τρελά ποθώντας σε στέκω εδώ χάμου.
Στων δυο ματιών σου καίγομαι τη θέα.
Κάθε που θέλει φέξει ημέρα νέα
και πιο βαθιά πληγώνεις την καρδιά μου.

Τι καρτερείς κοντά μου για να έρθεις;
Στραβό τι κάνω κι είσαι αλάργα ακόμα:
Τα βήματά μου δες-δεν είναι μέθης;

Και ξέρεις πως δεν πίνω άλλο πιόμα
παρά, κοντά μου κάποτε που εβρέθης
τα λόγια που 'βγαν απ' το θείο σου στόμα.

Γιιώργης Χολιαστός

Δημοσίευση σχολίου