Παλιοκατάσταση -έβρεχε κιόλας.

Ήταν μια εποχή στεγνή σαν παστέλι –πάει να πει ότι δεν υπήρχε φράγκο στην τσέπη, όμως, άμα ξεσαγονιαζόσουν στο μάσημα, έβγαζες μέλι και σουσάμι. Το σουσάμι κόλλαγε ανάμεσα στα δόντια για να το φας αργότερα –το μέλι, εντάξει, πήγαινε κάτω με τη μία.
Δούλευα στο κέντρο, σε ένα βιβλιοπωλείο, προσωρινός μέχρι να πάω φαντάρος και φτυστέος λόγω επερχόμενου πτυχίου. Ξέρεις πως είναι αυτά –«καλά τώρα, εσύ θα την κοπανήσεις από εδώ μέσα όταν πάρεις το πτυχίο σου, δεν είσαι άτομο να στηριχτούμε πάνω σου». Το οποίο ήταν σωστό, γιατί ποτέ δεν κατάφερα να κρατήσω όποιον στηρίχτηκε πάνω μου. Αν ήμουν κτίριο θα μου κρέμαγαν ταμπέλα «μην περνάτε από κάτω, κίνδυνος κατεδάφισης», αλλά δεν ήμουν κτίριο και γι΄αυτό, κάποιοι γκρεμίστηκαν μη υποβασταζόμενοι. Ευτυχώς που δεν πέρναγε κανένας από κάτω, να τον πλακώσουμε. Ή μπορεί και να πέρναγε, δεν είναι αυτό το θέμα.
Το θέμα είναι πως η κοπέλα –ταμίας του βιβλιοπωλείου με την οποία ήμουν ερωτευμένος είχε δει την ταμπέλα. Πως την είδε αφού δεν ήταν κρεμασμένη; Χαζή ερώτηση. Η εθελούσια τύφλωση είναι πολυτέλεια κι εκείνη ήταν σκαστή από το σπίτι της, πάλευε να επιβιώσει στην κωλόπολη, αγχωνόταν για να αποκτήσει μέλλον. Πάει να πει –όταν καίγεται ο κώλος σου σε ημερήσια βάση, δεν έχεις χρόνο να δένεσαι με μαλάκες.
Αλλά βρίσκεις χρόνο να κάνεις μαλακίες. Έτσι κι αυτή, είχε σχέση σοβαρή, διαμπερή –δυο κρεβατοκάμαρες και βεσέ, με έναν συμπαθέστατο τυπάκο, αλλά έβρισκε χρόνο να καπνίσουμε παρέα μια διασκευή του «Έρωτας δίχως αύριο» (αγγλικός τίτλος ‘Against all odds’, εργάρα –ας είναι καλά ο Τζεφ Μπρίτζες, με χάλια σάουντρακ –μαλάκα Φιλ ‘Κουασιμόδε’ Κόλλινς). Δεν έμαθα ποτέ πως ακριβώς έβλεπε τη μεταξύ μας φάση –δεν είχε και νόημα να πιστέψω όσα έλεγε, γιατί προβλέπονταν στο σενάριο της προαναφερθείσας ταινίας. Αλλά εγώ ήμουν απροκάλυπτα ευτυχισμένος όσες φορές με κοίταζε και κατατονικά δυστυχής όλες τις υπόλοιπες φορές. Σαφέστατα και δεν ενδιαφέρθηκα να μάθω αν ένιωθα έτσι γιατί όντως έτσι ένιωθα ή απλά κάλυπτα τις ανάγκες του ρόλου μου. Είπαμε, ήμουν αφερέγγυος αλλά όχι και ηλίθιος. Αν είναι να το παίξεις, κάνε το σωστά –αλλιώς παράγγειλε μια μπύρα και άραξε να δεις πως το παίζουν οι υπόλοιποι.
Οχτώ και κάτι -οχτώμιση έκλεινε το βιβλιοπωλείο, πρότεινα κάποια έξοδο για τη μπύρα που λέγαμε παραπάνω, με την κρυφή ελπίδα ότι θα ερχόταν κι αυτή μαζί μας –δεν το αρνούμαι. Δυο ρεμάλια υπάλληλοι δέχτηκαν και η στριμμένη υπεύθυνη του παιδικού τμήματος δέχτηκε –εκείνη όμως θυμήθηκε πως ήταν καλεσμένοι (προσοχή στον πληθυντικό) σε κάποιο φιλικό σπίτι για να δουν φωτογραφίες καλοκαιρινών διακοπών και με άφησε στον άσσο. Βλαστήμησα τη γκαντεμιά μου, αλλά δεν γινόταν να ακυρώσω αυτό που μόλις είχα προτείνει.


Εκείνη την εποχή μαζευόμασταν στο «Άλλοθι», πάνω στην πλατεία. Όχι ότι έλεγε τίποτα σαν μπαρ, αλλά και που να πας; Έβαζε ο ξάδερφός μου μουσική (αυτό σήμαινε κάποια κερασμένα ποτά) είχαν και τον Γιώργο τον Havoc για να ξεχωρίζει τους μεθυσμένους –οικείο περιβάλλον με λίγα λόγια. Ανεβαίνοντας τη σκάλα, γίναμε χαλκομανίες από τα βαρέλια μπύρας που κουβαλούσε ο Havoc –ένα σε κάθε ώμο.
«Πως πάει αδερφέ; Τι κάνει το συγκρότημα;» ξηγήθηκα έναν φτηνό εντυπωσιασμό στους υπόλοιπους, γιατί, όχι μόνο ήξερα τον αγαθό γίγαντα, αλλά είχα και δίσκο των Ex Humans στο σπίτι –κλεμμένο από τα απομεινάρια κάποιου πάρτυ.
«Κα-κα-κα-λά, γα-γα-μιέται», απάντησε ο τραυλός τραγουδιστής και κιθαρίστας των θρυλικών Ex Humans.
Μπήκαμε στο μαγαζί όσο οι γκαρσόνες σφουγγάριζαν. Παραγγείλαμε μουσική και γρήγορα, βολευτήκαμε πίσω από κάτι ποτήρια με φρέσκο πάγο –ο Τζων Μπάρλεϊκορν μας έκλεινε ήδη το μάτι, αλλά ήταν πολύ φωτεινά για να τον δούμε.
Εκείνη ήταν η εποχή που είχα τραβήξει φρέσκο τρία καρό από την τράπουλα των αποφάσεων. Βέβαια, μια ζωή τρία καρό τραβούσα –οπότε η, μνημειώδους ηλιθιότητας, απόφασή μου να μην παραγγέλνω ποτέ το ίδιο ποτό, δεύτερη φορά μέσα στο ίδιο βράδυ, δεν παραξένευε κανέναν άλλο εκτός από το στομάχι μου.
«Βότκα τόνικ αγαπητή μου», τέτοιο έπινε κι ο Sid για να είναι Vicious.
Το μαγαζί γέμιζε αντιστρόφως ανάλογα από τα ποτήρια μας κι εμείς κάναμε ότι ήταν ανθρωπίνως δυνατό για να διορθώσουμε την κατάσταση.
«Ουίσκι κοκακόλα καλή μου», τέτοιο έπιναν οι Beatles πριν γίνουν φλώροι –αν υπήρχε ποτέ τέτοια εποχή.
Το ένα ρεμάλι με πλησίασε συνωμοτικά για να με πληροφορήσει πως η υπεύθυνη παιδικού τμήματος του την πέφτει εδώ και δυο ποτά.
«Κρατήσου ακόμα ένα και μετά να ενδώσεις», τον συμβούλεψα με τη σοφία που διακρίνει όσους βλέπουν πως η ώρα είναι ακόμα νωρίς κι έχουν ξεμείνει από λεφτά για ποτό.


«Πίνοντας στο μπαρ τα πάντα εκτός/ από το τελευταίο σκαλοπάτι,/ που γίνεται ψηλότερο και ψηλότερο,/ το ξημέρωμα έρχεται πιο νωρίς για την εργατική τάξη/ και εξακολουθεί να την παίρνει μαζί του αργά ή γρήγορα,/ αυτό είναι το παιχνίδι/ που μετακινείται όσο το παίζεις».


Καθόμουν και άκουγα το τραγούδι στον χώρο, καθόμουν και χάζευα τον κόσμο να δείχνει ενδιαφέρον πριν ξεκαρδιστεί στα γέλια, καθόμουν σε ένα ψηλό σκαμπό –κρυμμένος πίσω από κάποιον καθρέφτη και απέφευγα να κοιτάξω. Τι να δω δηλαδή; Ότι έπαιζα αναπληρωματικός στη ζωή ενός ζευγαριού; Ότι δούλευα σε κάποιους που περίμεναν την οικιοθελή αποχώρησή μου; Ότι προσπαθούσα να καθυστερήσω τον ενάμιση πεταμένο χρόνο στο στρατό, πετώντας τρία χρόνια στην προσπάθεια;
«Τζιν τόνικ συμπαθεστάτη μου», τέτοιο δεν ήξερα ποιος έπινε –χέστηκα κιόλας!
Το άλλο ρεμάλι βαρέθηκε να κρατάει φανάρι και σωριάστηκε δίπλα μου.
«Τι έγινε ρε μαλάκα; Έχεις τις μαύρες σου;»
«Κι αν τις έχω τι θα γίνει δηλαδή; Θα τις καπνίσουμε;» κουβέντες ηλίθιες, του ποτού, από αυτές που χρειάζονται μισό μπουκάλι κατανάλωση για να θεωρηθούν εξυπνάδες.
«Αστείο!» αυτός προφανώς είχε πει λιγότερο ή, ίσως, πολύ περισσότερο.
«Πες τα δικά σου και άσε με εμένα».
«Τι να πω –μιζέρια. Βλέπω και τους άλλους να χαμουρεύονται στη γωνία …»
«Και τι σε κόφτει;»
«Νόμιζα πως γουστάρει εμένα. Έτσι μου είχε δείξει τουλάχιστον».
Δεν ήταν θέμα ποτού, αλλά ερωτικής απογοήτευσης –γι΄αυτό δεν εκτίμησε το αστείο μου τελικά. Τον έσυρα από τους ώμους μέχρι το μπαρ, «κέρασε σφηνάκια γαμώ το σόι μας» κολάκεψα ασύστολα τον ξάδερφό μου και ήπιαμε στην υγειά των ερωτευμένων. Φυσικά ήπιαμε ακόμα ένα στην υγειά των ηλιθίων και μετά ένα στην υγειά των κομπλεξικών, πριν κατεβάσουμε την τελευταία γύρα στην υγειά του μαλάκα. Ποιου μαλάκα; Πάρτο με τη σειρά -στην υγειά μου, στην υγειά σου, στην υγειά του και στην υγειά του αιώνιου μαλάκα.
«Ξεκουμπιστείτε από τη μπάρα ρε γαμημένοι! Θα με σουτάρουν από τη δουλειά έτσι όπως το πάτε!», γκρίνιαξε ο ξάδερφος όταν ανακάλυψε πως είχε αφήσει μια ολόκληρη πλευρά από Ramones να παίζει αβοήθητη. Μαζί με τα κενά ανάμεσα στα τραγούδια. Φύγαμε. Τι να κάναμε δηλαδή; Το αίμα νερό δεν γίνεται –ειδικά όταν δεν έχεις στάλα αίμα μέσα σου.
Προσπάθησα να αποδείξω στο ερωτευμένο ρεμάλι πως οι γυναίκες είναι όλες μολώχες -άδικα. Όχι γιατί δεν την πέσαμε σε κάτι ξέμπαρκες, ούτε γιατί αποτύχαμε στη διαδικασία προσέγγισης, αλλά επειδή εγκαταλείψαμε μετά από λίγο –μυαλά κολλημένα σε αυτές που είχαν νοικιάσει τα μυαλά μας, πληρώνοντας με χαμόγελα χωρίς αντίκρισμα.
«Δεν γίνεται τίποτα -έτσι;»
«Γάμησέ τα»
«Αυτό είναι το πρόβλημα, ότι τα γαμάμε χωρίς να τις γαμάμε», ακόμα ένα αστείο που κουτούλησε στην ερωτική του απογοήτευση και τσαλαπατήθηκε αμέσως μετά –δίπλα σε κάτι γόπες.
«Πάμε σε άλλο μπαρ;» αναρωτήθηκε φωναχτά.
«Και τι θα αλλάξει; Άσε που δεν διαθέτω, ούτε πόδια, ούτε φράγκα για να φύγω από εδώ», τον πληροφόρησα πριν πάρουμε ακόμα μια γύρα ποτά.
Όταν πίνεις σιωπηλός, το ποτό σε πιάνει περισσότερο. Κατεβάζεις μεγάλες γουλιές, το ανακατεύεις με καπνό και πριν ψυλλιαστείς τι συμβαίνει –βρίσκεσαι να μασάς παγάκια.
«Άλλο ένα και φύγαμε. Για το δρόμο. Μητέρα, μπορούμε να παραγγείλουμε;»
«Αυτό αναρωτιέμαι κι εγώ. Μπορείτε; Μήπως θα ήταν καλύτερα να την κοπανήσετε από λίγο-λίγο; Κλείσατε μεροκάματο εδώ μέσα».
«Σοφά τα λόγια σου! Είναι ωραίο να υπάρχει κάποιος που σε σκέφτεται! Δίκιο έχεις, δίκιο δεν έχει;»


«Πως είναι να έχεις το προσωπικό σου μπουκάλι/ πίσω από το μπαρ πως νιώθεις γι’ αυτό;/ να παίζεις χαρτιά με τις γκαρσόνες όσο αυτές δουλεύουν,/ στο ‘jocko’s rocketship’ ή το ‘one eye jack’,/ αμαρτία μου και τυχερό αστέρι,/ ένα σταθερό μέρος να μελετάς και να πίνεις τη μέρα/, παλιές μέρες, οι αρχαίοι μπάσταρδοι με τα bloody mary/, σε ένα μπαρ για σκληροπυρηνικούς γιάπηδες καθόμαστε,/ ένα σφηνάκι και μια μπύρα/ μετά από μια κοπιαστική μέρα,/ το ξημέρωμα έρχεται πιο νωρίς για την εργατική τάξη/ και εξακολουθεί να την παίρνει μαζί του αργά ή γρήγορα,/ αυτό είναι το παιχνίδι/ που μετακινείται όσο το παίζεις,/ στο ‘hi-d-hi’ και στο ‘hula gal bee-hive’ μπαρ/ και στο ‘zircon lounge’, στο ‘g.g.’s cozy corner’,/ το δώρο της αγάπης, σταμάτα-και-πιες,/ κάτσε-και-ρούφα, αναπαύσου-σε-κομμάτια.»


Παραγγείλαμε τα επόμενα ποτά κατευθείαν από το μπαρ και τα ήπιαμε κρυμμένοι κάτω από μια κρεμάστρα για να αποφύγουμε τον οίκτο της. Κρυφοκοιτάζαμε κιόλας, τους άλλους δυο που είχαν περάσει στο στάδιο των απροκάλυπτων φιλιών. Δηλαδή, ο δικός μου τους κοίταζε –εγώ απλά τον χάζευα να παγώνει σε αξιοθρήνητες γκριμάτσες.
«Πάμε να φύγουμε ρε», τον έσπρωξα μήπως και ξυπνήσει. Νευρίασα κιόλας γιατί ήθελα να πιω μόνος, να ευχαριστηθώ τη δυστυχία μου. Και είχα κάποιον άλλο αναξιοπαθούντα να νταντεύω. Μια ζωή γαμώτο, όχι μόνο τώρα δηλαδή. Δεν προλαβαίνεις να λιώσεις γιατί κάποιος άλλος διαλύεται πλάι σου. «Η μπαλαρίνα που δεν χόρευε», «ο κουτσός ακροβάτης», ο «γυμνός με τα χέρια στις τσέπες» και «ο καταθλιπτικός που έλεγε ανέκδοτα» -η ιστορία της ζωής μου.
Σηκώθηκε, αφήνοντάς με να τον μεταφέρω. Ξεκλείδωσε τη μηχανή του τρέμοντας. Από το κρύο. Είχε πιάσει κάποιο ψιλόβροχο κιόλας –μας ράντιζε σαν χαλασμένη ντουζιέρα. Σκατά.
Τον παρακολούθησα να φεύγει, γλιστρώντας στη στροφή. Στοίχημα πως δεν θα τα καταφέρει να φτάσει σπίτι του –η σωστή σκέψη θα ήταν να τον ακολουθήσω. Αλλά προτίμησα να πιω ένα τελευταίο ποτό «σιγά τώρα, γίνεσαι υπερβολικός! θα φτάσει σπίτι του μια χαρά –μην ανησυχείς!» Δεν ανησυχούσα –πολύ τουλάχιστον. Ξανανέβηκα τα σκαλιά.


«Τι έχει μείνει αδοκίμαστο;» ρώτησα κι ο ξάδερφος κούνησε το κεφάλι.
«Μόργκαν, λατρευτή μου», είπα στον μπάρμαν. Το σέρβιρε σκέτο, χωρίς να με κοιτάξει. Ήταν έμπειρος μπάρμαν –ήξερε πως δεν υπήρχε τίποτα να ανταλλάξει μαζί μου, εκτός από μπουνιές. Σήκωσα το ποτήρι, αλλά σταμάτησα απότομα.
«Να σε ρωτήσω ρε φίλε», τον πλησίασα συνωμοτικά. «Ποιος πίνει Μόργκαν, ξέρεις; Κάποιος καλλιτέχνης, κάποια σπουδαία προσωπικότητα ίσως; Ξέρεις κανέναν;»
«Μπα. Μόνο κάτι τελειωμένοι σαν εσένα», μου απάντησε σκουπίζοντας τον πάγκο.
Το δέχτηκα. Δεν υπήρχε λόγος να τον πιέσω. Αφού δεν ήξερε –πώς να το κάνουμε δηλαδή; Κατέβασα μια γερή γουλιά. Το πράγμα εκείνο (γιατί υγρό δεν ήταν σίγουρα) κύλησε σαν τη λάσπη στον λαιμό μου. Αλήθεια λέω, ένιωθα μέχρι και τα χαλίκια! Πείσμωσα. Ήπια κι άλλη γουλιά. Ήθελα να κάνω εμετό. Τώρα –όχι τώρα, πριν 10 λεπτά! Κατέβασα το υπόλοιπο μονορούφι. Μάσησα παγάκια για μια ακόμα φορά. Μου φάνηκαν υγρά και τρυφερά σε σχέση με το κατακάθι που είχα πει πριν.
Υπήρχε ένα πρόβλημα με τα γόνατά μου. Έτρεμαν. Άρα δεν μπορούσα να κατευθύνω τα παπούτσια μου. Το ξεπέρασα, σφίγγοντας τα δόντια. Τώρα, πως γίνεται να σφίγγεις τα δόντια για να κουνήσεις τα πόδια σου … αυτό δεν το ξέρω.
Υπήρχε ακόμα ένα πρόβλημα γιατί όλα γύριζαν σαν κακή ελληνική ταινία –η σκάλα, τα μπουκάλια, οι φάτσες, μόνο ο Havoc ήταν σταθερός. Μάλλον επειδή έκοβε βόλτες νευριασμένος –κάτι πελάτες που είχε πετάξει έξω, προσπαθούσαν να ξαναμπούν. Έσφιξα τα μάτια και πέρασα δίπλα του. «Εί-σαι καλά; Καλά εί-σαι;» με ρώτησε από υποχρέωση.
Προσπάθησα να κρατήσω ισορροπία καθώς τα σκαλιά ανέβαιναν πίσω μου και μάλλον τα κατάφερα. Βέβαια, σε αυτή τη ζωή κανένας δεν μπορεί να είναι σίγουρος για τίποτα. Έσκυψα να ξεκλειδώσω το πέταλο από τη μηχανή. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή χάθηκα. Μάλλον πέρασε κάποιο τραίνο γιατί είχα ένα βουητό στ’ αυτιά, που δεν έλεγε να φύγει. Και έβλεπα αποσπασματικά. Δέκα πόντους λευκής διαχωριστικής γραμμής, δυο σταγόνες στη ζελατίνα του κράνους, σβηστές ταμπέλες καταστημάτων «Είδη προικός», «Νεωτερισμοί», «Ταμιευτήριο», «Φωτιστικά», «Εξευτελισμός».
Ξύπνησα στο δωμάτιό μου με τη μπλούζα μέσα στον εμετό και το παντελόνι γεμάτο λάσπες. Συνειδητοποίησα το προφανές –είχα κοιμηθεί με τα ρούχα! Η επιστροφή στο σπίτι απλά δεν υπήρχε στις αναμνήσεις μου. Μόνο κάτι στιγμιότυπα, ταμπέλες, βροχή, κακοφωτισμένος δρόμος κι εγώ να ανοίγω τέρμα γκάζι πριν φρενάρω «του πανικού» πάνω στη λευκή διαχωριστική. Επιστημονικές ανησυχίες –τελικά γλιστράνε όντως οι διαχωριστικές γραμμές των δρόμων; Κι αν ναι –πόσο; Πολύ.

«Ντριν, ντριν 7 π.μ./ τράβα τον εαυτό σου να ξεκινήσει πάλι/ κρύο νερό στο πρόσωπο/ σε φέρνει πίσω, στο ίδιο άθλιο μέρος».


Κράτησα το κεφάλι ανάμεσα στις παλάμες μου για να μην χυθεί στο πάτωμα. Σηκώθηκα κιόλας, βούιζαν τ’ αυτιά μου σαν μπουρού πλοίου –πλύθηκα, ντύθηκα και βγήκα στο άθλιο πρωινό. Ευτυχώς η μηχανή δεν είχε τίποτα περισσότερο από γρατζουνιές στα πλαστικά –εντάξει, και λάσπες παντού, φτηνά τη γλιτώσαμε. Κι αφού τη γλιτώσαμε, ξεκινήσαμε παρέα για τη δουλειά –έτσι γίνονται αυτά τα πράγματα. Συναρμολογείς τα αισθητήρια όργανα και προχωράς αδιαφορώντας για το συνεργείο οικοδομών που δουλεύει ανάμεσα στα μηνίγγια σου.
Πάνω στα ρολά του κλειστού ακόμα βιβλιοπωλείου κοιμόταν ο ερωτικά απογοητευμένος φίλος μου. Γονατιστός, με το μάγουλο κολλημένο στις κλειδαριές. Ήθελα να σκεφτώ –«ευτυχώς που πρόλαβα να τον βρω πριν το αφεντικό», αλλά δεν το σκέφτηκα γιατί το αφεντικό βρισκόταν ήδη απέναντί του, σε ασφαλή απόσταση, και στράβωνε. Δεν ξέρω για σένα, δεν ξέρω για τώρα –αλλά εκείνη τη στεγνή εποχή, οι εφιάλτες ήταν συνηθισμένη κατάσταση. Χριστοπαναγίες όσο ανέβαιναν τα ρολά, απειλές απόλυσης «προς γνώση και συμμόρφωση», ένα χτεσινοβραδινό ζευγάρι με βαριά μάτια από το σεξ κι ο δικός μου, που έτρεμε όσο περπατούσε σα σκεβρωμένη εξώπορτα –ευτυχισμένες μέρες!
Δούλευα στο πατάρι του βιβλιοπωλείου, απέφευγα να περπατήσω γιατί είχε γίνει το ξύλινο πάτωμα, κατάστρωμα επιβατικού σε τρικυμία. Πολλά τα μποφόρια –πιτσιρικάδες έκλεβαν κόμιξ μπροστά στα μάτια μου –φοβόμουν πως θα ξεκολλήσει ο λαιμός μου κάθε φορά που προσπαθούσα να κοιτάξω αλλού, να μην τους κομπλάρω και γκρεμίσουν ολόκληρο το ράφι. «Κλέψε ρε άνθρωπε, δεν σε βλέπω –κι εγώ το ίδιο έκανα πριν αρχίσω να δουλεύω εδώ. Κλέψε, μόνο μη με αναγκάσεις να σηκωθώ από την καρέκλα γιατί κυματίζει το παρκέ».
Κατά το μεσημέρι μπόρεσα να ξεκολλήσω από την καρέκλα –ήταν αναγκαστικό, αλλιώς θα πάθαινα θρόμβωση. Περπάτησα σέρνοντας μια αόρατη σιδερένια μπάλα σαν τον Άβερελ Ντάλτον, περπάτησα προσέχοντας τους ανύπαρκτους λόφους στο παρκέ, περπάτησα μέχρι που είδα τον γνωστό μπάρμαν να ρωτάει κάποιους υπαλλήλους στο ισόγειο του βιβλιοπωλείου.

«Αθηνόδωρος Προύσαλης: Μέρα! Ο κύριος Πολυκράτης Σπανός;
Κατερίνα Γιουλάκη: Ορίστε, τι θέλετε; Είμαι γυναίκα του.
Αθηνόδωρος Προύσαλης: Δε βλέπω το πρόσωπο!
Κατερίνα Γιουλάκη: Ναι, αλλά ποιον θέλετε;
Αθηνόδωρος Προύσαλης: Ψηλός, όμορφος, βουτυράτος…
Κατερίνα Γιουλάκη: Βουτυράτος;
Αθηνόδωρος Προύσαλης: Με μια αψηλή, τσιριμπίμ, τσιριμπόμ…
Γιώργος Γαβριηλίδης: Τσιριμπίμ, τσιριμπόμ; Excuse me, μήπως είσαστε από τη Νότια Αφρική;
Αθηνόδωρος Προύσαλης: Όχι, από τη Νέα Σμύρνη!»



Έκλεισα τα μάτια, έκλεισα την ταινία Του έκανα νόημα να ανέβει εκεί που βρισκόμουν γιατί δεν μπορούσα να εγκαταλείψω την κουπαστή με τέτοια τρικυμία. Ανέβηκε χαμογελαστός. Ευέλικτος. Φρέσκος σαν διαφήμιση στεγαστικού δανείου. Κανένας δεν είχε πληρώσει τον χτεσινοβραδινό λογαριασμό. Πήγαμε, ήπιαμε, φύγαμε –άνετοι σαν πρωταγωνιστές ταινίας. Έχεις δει ηθοποιό να πληρώνει σε ταινία; Κι εμείς τα ίδια.
Πλήρωσα αμίλητος. Έμεινα άφραγκος. Το ζευγαράκι είχε κρυφτεί στην αποθήκη βγάζοντας μια παραγγελία ή βγάζοντας τα μάτια τους «κατά παραγγελίαν». Ο απογοητευμένος φιλαράκος ξέρναγε σε κάποια τουαλέτα κάθε τέταρτο. Η ταμίας ξεφύλλιζε ένα περιοδικό με είδη σπιτιού, αποφεύγοντας να με κοιτάξει. Ξενέρωσα στη στιγμή.

Υ.Γ.: Οι στίχοι είναι δανεικοί από το «The have nots» των θεϊκών Χ και το “Magnificent 7» των Clash. Ο διάλογος έρχεται κατευθείαν από την ταινία «Μια Ιταλίδα από την Κυψέλη» και οι φωτογραφίες από το "Barfly". Το συγκεκριμένο ποστ δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα πολυλογάδικο «καλώς σας βρήκα»

Αναρτήθηκε απόThe Motorcycle boy στις 10:20 π.μ.  

18 σχόλια:

sorry_girl είπε... 2 Μαρτίου 2007 στις 12:07 μ.μ.  

Πρόλαβα ρεε!
Και μόνο που μου έβαλες Μίκυ σε ασπρόμαυρη φωτό στο τέλος αρκεί.(ναι είμαι άρρωστη)
Και μόνο που το τέλειωσες έτσι με ένα απλό "ξενέρωσα στη στιγμή", αρκεί.
(ναι είμαι πολύ άρρωστη)
Άξιος λοιπόν!

The Motorcycle boy είπε... 2 Μαρτίου 2007 στις 12:22 μ.μ.  

Μίκυ ολ δεν γουέι αγαπητή. Άλλωστε, μπαρομπλόγκ χωρίς Μίκυ θα ήταν εκκλησία χωρίς εσταυρωμένο κι όπως ξέρεις, εγώ είμαι ευσεβής άθρωπος.

Фе́ммe скатале είπε... 2 Μαρτίου 2007 στις 12:41 μ.μ.  

Μια τεκίλα θέλω..Κι ενα τσιγάρο ρε

The Motorcycle boy είπε... 2 Μαρτίου 2007 στις 12:52 μ.μ.  

Λύσσαξες, αφηνίασες! Τεκίλα με σκουλήκι ή χωρίς; Επειδή, για την ώρα, διαθέτω μόνο το σκουλήκι.

numb είπε... 2 Μαρτίου 2007 στις 1:52 μ.μ.  

Όντως, παλιοκατάσταση, γάμησέ τα, αλλά ωραία ιστορία

zero είπε... 2 Μαρτίου 2007 στις 2:25 μ.μ.  

Καλο το ποστ!
Η πλακα ειναι οτι του μοιαζεις κιολας.

ζερο.

Ανώνυμος είπε... 2 Μαρτίου 2007 στις 6:02 μ.μ.  

Από μια άποψη πάντως καλύτερα να έρχονται οι μπάρμεν να μας βρίσκουν στη δουλειά παρά να τ' ακουμπάμε ατάκα κι επιτόπου (ακόμα καλύτερα να πληρώνουμε και μέσω τράπεζας!)...

"Ρε τι τραβάμε κι εμείς οι χορεύτριες!" έλεγε ένας αλλοτινός μπάρμαν...

The Motorcycle boy είπε... 2 Μαρτίου 2007 στις 6:57 μ.μ.  

numb, είναι κρίμα πάντως που οι καλύτερες ιστορίες βγαίνουν από παλιοκαταστάσεις. Κρυφό απωθημένο μου είναι να γράψω κάποτε μια ιστορία που αρχίζει καλά και τελιώνει καλύτερα, αλλά δεν τα έχω καταφέρει. Μου λείπουν οι σχετικές εμπειρίες.
Zero, σε ποιόν μοιάζω ρε; Στο Μίκυ Ρουρκ; Φίλε, μακάρι να του έμοιαζα ακόμα και σε αυτές τις φωτογραφίες που έχει γίνει πασίχοντρος.
Ιρλανδέ (όλο και πλησιάζεις τα banshees -δίκιο είχε ο Σκιές), σε διαβεβαιώ οτι δεν είναι καθόλου καλή εμπειρία. Μα καθόλου καλή. Όπως ακριβώς περιγράφεται στη σκηνή της ταινίας -το ίδιο και χειρότερα.

οι σκιές μιλάν είπε... 2 Μαρτίου 2007 στις 11:04 μ.μ.  

Στα είπα κι αλλού, στα λέω κι εδώ.

Μας πέθανες με την ιστορία, Α-θάνατε.

Ρίξε κι άλλα τέτοια σεντόνια!

Erwtas Stomaxhs είπε... 3 Μαρτίου 2007 στις 1:46 π.μ.  

cool χαχα! όντως οι σκατοκαταστάσεις είναι οι καλύτερες, αυτές μένουν.

The Motorcycle boy είπε... 3 Μαρτίου 2007 στις 8:21 π.μ.  

Γράψε κι άλλα σεντόνια λέει ο ένας! Οι σκατοκαταστάσεις είναι οι καλύτερες, λέει ο άλλος! Ρε σεις, μήπως σας ρίχνουν τίποτα στο νερό σας εκεί στην αλλοδαπή; Άρρωστοι, έ άρρρωστοι!

Erwtas Stomaxhs είπε... 3 Μαρτίου 2007 στις 10:39 π.μ.  

όχι ρε Μότο απλά εδώ δεν υπάρχει νερό, υπάρχει μόνο γκαζόζα και αυτό γαμάει την ψυχοσύνθεση του ανθρώπου και αλλουνού του βγαίνει έτσι, αλλοουνού αλλιώς ανάλογα με τις μπουρμπουλίθρες που έχει μέσα.

οι σκιές μιλάν είπε... 3 Μαρτίου 2007 στις 12:19 μ.μ.  

Στομάχη,

το Sprudel ιδιαίτερα συνδυαζόμενο με μπερμπον σε κάνει να νοιώθεις σαν να 'χεις στο στομάχι μια φυσαλλίδα σε μέγεθος πορτοκαλιού. Κι άντε μετά να βρείς καρφίτσα να την σπάσεις.

Μοτορ-, καλά να περάσετε στο Σπόρο σήμερα. Να νοιώθετε ανακουφισμένοι που δεν είμαστε εκεί να κάνουμε πλιάτσικο στον μπουφέ!
;)

zero είπε... 3 Μαρτίου 2007 στις 4:32 μ.μ.  

Εννοουσα οτι μοιαζεις στον Μικυ Ρουρκ
στο προσωπο.
οχι τιποτα αλλο.
ετσι νομιζω.

marquee de mud είπε... 4 Μαρτίου 2007 στις 9:37 π.μ.  

λαθος πρωινο διαλεξα να διαβασω τις μπαροιστοριες. συνεχιζει η γευση χθεσινου αλκοολ να θελει να σκεπασει τον καφε.
σου εδειχνα και την εισοδο του αλλοθι χθες τρομαρα μου.

τελικα για ολους ξημερωνει με πολλα μποφορια οταν για καποιο λογο αποφασιζουν πως πρεπει να πινουν διαφορετικα ολο το βραδυ-καθε βραδυ.

η μονη φορα που δεν εχω κρατησει αυτα που ηπια μεσα μου ηταν σ'ενα παρτυ που τρεις φιλοι φτιαχναν κοκτειλ με οτι βρισκαν μπροστα τους +λιγη γρεναδινη, και εχασαν ενα στοιχημα οτι μπορω να πιω τα παντα χωρις προβληματα. ναι ημουν μονος μου οταν συνεβηκε το μοιραιο.αντεξα για το στοιχημα. για καποιο λογο δεν την ακουγα με τιποτα-ή εστω ευκολα- για παρα πολλα χρονια.

γρεναδινη δεν ξαναπια απο κεινο το παρτυ. ουτε και ειχα ξαναπιει. το στοιχημα βλεπεις.

The Motorcycle boy είπε... 4 Μαρτίου 2007 στις 10:41 π.μ.  

Στομάχη και Σκιές κατανόησα. Επειδή δεν πίνετε νεράκι έχετε αποκτήσει περίεργες ορέξεις. Ρε, γυρνάτε πίσω να στρώσετε! Και ναι, πολύ καλά περάσαμε στον Σπόρο, θα ακολουθήσει φωτορεπορτάζ.
Zero, το πρόσωπο το δικό μου και το πρόσωπο του Μίκυ Ρουρκ μοιάζουν όσο οι τσιπούρες με τα αμπελοφάσουλα (δυστυχώς).
marquee και νόμιζα οτι μου έδειχνες το Άλλοθι επειδή είχες διαβάσει το ποστ! Μυστήρια που δουλεύουν τα μυαλά των ανθρώπων ε;
Για τον λόγο που εξηγείς παραπάνω, μου είναι αδύνατο να πιω Μεταξά τριάρι.

Ανώνυμος είπε... 5 Μαρτίου 2007 στις 12:02 π.μ.  

Never seize to amaze me.

Τα κείμενά σου Mboy πάντα καταπληκτικά.
Μάλλον σου πάνε οι σκατοκαταστάσεις :-)

Κι άλλα σεντόνια θέλουμε.

Τα σέβη μου

The Motorcycle boy είπε... 5 Μαρτίου 2007 στις 7:56 π.μ.  

Ευχή ή κατάρα ήταν αυτό βρε novalis; Να είσαι καλά πάντως.

Δημοσίευση σχολίου