Απλη περιγραφη της 27ης Μαρτίου...έμπνευση 0

Ξέρω υποσχέθηκα ποστ.....
αλλά δε θυμάμαι τίποτα....
μόνο πως κοιμήθηκα στις 5
σηκώθηκα στις 6.45
κι όλα γύριζαν....
επιφυλάσσομαι...........
σκεφτομουν μια άλλη συνάντηση στην πρωτευουσα με μερικους πολυ αγαπημένους καπέλους...
Κι αν είμασταν όλοι μαζί!
Καταγγέλω τους Θεσσαλονικεις συντρόφους που με πότισαν κονιακ-ια
σε αντιθεση με τους πρωτευουσιανους που μας ταισαν κιόλας....
Τσ ντροπή...
Μοτο, Τομ, Μανταλένα, Γκοντό, και γεροξεμωραμενε μου λειψατε...
Στομαχη, Αγγελε, Atg, Nosy, Nada, Kafou πολυ σας χάρηκα΄...
Αν ελειπε κι αυτος ο Nahames ολα θα ηταν μια χαρα....

Αναρτήθηκε απόФе́ммe скатале στις 11:57 π.μ. 11 σχόλια  

Και να σε πίνω όλη νύχτα

Ήρθες χθες αργά και με ξύπνησες. Θα ‘ταν δε θα ‘ταν τρεις και γυρνούσες απ΄ τα μπαρ. Μύριζε η ανάσα σου αλκοόλ μα ήταν γλυκό το φιλί σου κι ας βρωμούσαν τα ρούχα σου τσιγάρο. Στάθηκες αμήχανα εκεί στην πόρτα και με κοίταγες να γδύνομαι, σαν να περίμενες να σε καλέσω μέσα. Μα ήσουν ήδη μέσα, μωρό μου, γέμιζε ο τόπος απ’ την παρουσία σου.

«Τι ήπιες;» ρώτησα.
«Και τι δεν ήπια!» απάντησες.

Κι άρχισες ν’ απαριθμείς ονόματα από ποτά κι έχασα το μέτρημα. Μια μπύρα ένιωσα στο πρώτο σου φιλί, μαύρη, κόκκινη ή ξανθιά, δε βάζω στοίχημα. Ένα αμαρέτο με λεμόνι και δυο ουίσκυ γεύτηκα μετά και πολλά σφηνάκια. Έτσι μυρίζω άραγε κι εγώ μετά από τα ξενύχτια; Στάλα δεν είχα πιει εχθές, μα ήπια μια θάλασσα μέσα από σένα. Και μου διηγήθηκες τη νύχτα σου, καθώς αφήναμε τ΄αποτυπώματά μας στα σεντόνια. Κι ήθελα κι άλλο να σε πιω, και ζήλευα που ήμουν στεγνή από αλκοόλ αυτό το βράδυ.

Πήγα και πήρα το μπουκάλι απ΄ την κουζίνα και σου ‘δινα να πιεις κι έπινα εγώ απ΄τα χείλη σου και μέθυσα χίλιες φορές θαρρείς. Ρούφηξα μια γουλιά κρασί, την κράτησα στο στόμα και σου ‘δωσα να καταπιείς. Κι έκανες το στήθος μου χωνί κι ήπιες κι εσύ από κει μέσα. Και με κέρναγες όλο το βράδυ χάδια, φιλιά και αλκοόλ, και τόση μέθη, Θεέ μου, πρώτη φορά την άντεξα. Να μου ξανάρθεις και να είσαι μεθυσμένο...

Αναρτήθηκε απόnosyparker στις 10:04 μ.μ. 12 σχόλια  

"Αιωνία του η μνήμη και καλή ανάσταση"

Ένας χώρος γεμάτος από αναθυμιάσεις αλκοόλης δεν μπορεί παρά να έχει και τον ύμνο του μεθυσμένου. Κι αυτός δεν είναι άλλος από το "John Barleycorn must die".
Μόνο που δεν μπορούσα να διαλέξω ανάμεσα στην διασκευή του J. Mark Sugars και τους στίχους που μάζεψε ο γνωστός μέθυσος ποιητής Robert Burns. Ρίχνω λοιπόν στον πάγκο τις δυο επιλογές, αφήνω και το τραγούδι των Traffic -φιλοδώρημα στη σερβιτόρα και καληνυχτίζω. Κοντεύει να ξημερώσει:

1.
There were three men come from the West
Their fortunes for to try,
And these three made a solemn vow:
"John Barleycorn must die."

They plowed, they sowed, they harrowed him in,
Threw clods upon his head,
'Til these three men were satisfied
John Barleycorn was dead.

They let him lie for a very long time,
'Til the rains from heaven did fall,
When little Sir John raised up his head
And so amazed them all.

They let him stand 'til Mid-Summer's Day
When he looked both pale and wan;
Then little Sir John grew a long, long beard
And so became a man.

They hired men with their scythes so sharp
To cut him off at the knee;
They rolled him and tied him around the waist,
And served him barbarously.

They hired men with their sharp pitchforks
To pierce him to the heart,
But the loader did serve him worse than that,
For he bound him to the cart.

They wheeled him 'round and around the field
'Til they came unto a barn,
And there they took a solemn oath
On poor John Barleycorn.

They hired men with their crab-tree sticks
To split him skin from bone,
But the miller did serve him worse than that,
For he ground him between two stones.

There's little Sir John in the nut-brown bowl,
And there's brandy in the glass,
And little Sir John in the nut-brown bowl
Proved the strongest man at last.

The huntsman cannot hunt the fox
Nor loudly blow his horn
And the tinker cannot mend his pots
Without John Barleycorn.


2.
There was three kings into the east,
Three kings both great and high,
And they hae sworn a solemn oath
John Barleycorn should die.

They took a plough and plough'd him down,
Put clods upon his head,
And they hae sworn a solemn oath
John Barleycorn was dead.

But the cheerful Spring came kindly on'
And show'rs began to fall;
John Barleycorn got up again,
And sore surpris'd them all.

The sultry suns of Summer came,
And he grew thick and strong:
His head weel arm'd wi pointed spears,
That no one should him wrong.

The sober Autumn enter'd mild,
When he grew wan and pale;
His bendin joints and drooping head
Show'd he began to fail.

His colour sicken'd more and more,
He faded into age;
And then his enemies began
To show their deadly rage.

They've taen a weapon, long and sharp,
And cut him by the knee;
They ty'd him fast upon a cart,
Like a rogue for forgerie.

They laid him down upon his back,
And cudgell'd him full sore.
They hung him up before the storm,
And turn'd him o'er and o'er.

They filled up a darksome pit

With water to the brim,
They heav'd in John Barleycorn-
There, let him sink or swim!

They laid him upon the floor,
To work him farther woe;
And still, as signs of life appear'd,
They toss'd him to and fro.

They wasted o'er a scorching flame
The marrow of his bones;
But a miller us'd him worst of all,
For he crush'd him between two atones.

And they hae taen his very hero blood
And drank it round and round;
And still the more and more they drank,
Their joy did more abound.

John Barleycorn was a hero bold,
Of noble enterprise;
For if you do but taste his blood,
'Twill make your courage rise.

'Twill make a man forget his woe;
'Twill heighten all his joy:
'Twill make the widow's heart to sing,
Tho the tear were in her eye.

Then let us toast John Barleycorn,
Each man a glass in hand;
And may his great posterity
Ne'er fail in old Scotland!




06-John Barleycorn...

Αναρτήθηκε απόThe Motorcycle boy στις 3:20 μ.μ. 3 σχόλια  

Bar-man...

Που δουλεύω?
Στα άγνωστα και στα περίεργα…
Πώς τα βγάζω πέρα?
Με στοιχήματα που κερδίζεις μόνο με άδειες τσέπες…
Βλέπεις…
Κλέβω εμπειρίες και χαρίζω στιγμές…

Το να είσαι πίσω από το Bar δε διαφέρει και πολύ από το να είσαι πίσω από ένα γκισέ λεωφορείων…
Εισιτήρια είναι τα ποτά τι νομίζεις?
Άλλος ζητάει εισιτήριο για τη λήθη ,
Άλλος για χαλάρωση
Άλλος για να ανεβάσει τη libito του και πάει λέγοντας…

Και γω κάθομαι και τους τα προσφέρω
Σημείο αναφοράς με βάρδια…

Είναι φορές που κάθομαι και τους ακούω με ευχαρίστηση
Άλλες φορές αφήνω το σώμα στον αυτόματο
Να κουνάει ρυθμικά το κεφάλι με τον μετρονόμο στο 25
Και την κάνω δίπλα της νοητά …
Όταν μου την πέφτουν γκομενάκια γουστάρω και θυμώνω ταυτόχρονα…
Κοπελιά αν με έβλεπες στο δρόμο θα μου έριχνες χαμόγελο?

Αν μου αρέσει η δουλειά μου?
Εξαρτάται από την ιστορία …

Αναρτήθηκε απόatg στις 11:44 π.μ. 4 σχόλια  

Με λένε Στάθη

Με λένε Στάθη. Πρώτη φορά την είδα πριν 6 χρόνια. Ήταν εκείνη την Τετάρτη που ξεκίνησαν όλα να στραβώνουν ανεπανόρθωτα. Μόλις είχα βγει από την ψειρού και το μόνο που σκεφτόμουνα ήταν μια νέα αρχή. Ένα μικρό διάρι, μια δουλειά που να μην είναι σκλαβιά, μια γυναίκα, ένα σκύλο και μια έγχρωμη τηλεόραση. Σε αυτό το σινάφι τα νέα ταξιδεύουν με ταχύτητα του φωτός. Οι περίεργοι ψάχνανε για φθηνά τυπάκια με προϋπηρεσία σαν και του λόγου μου. Με πλησιάσανε και μου τάξανε καθαρή δουλειά στην τράπεζα, καθαριστής δηλαδή, αλλά με πολλά έξτρα. Δέχτηκα χωρίς πολλή σκέψη. Οι περίεργοι σχεδιάζανε από καιρό το ριφιφί, δουλειά μου ήταν να δίνω πληροφορίες από μέσα, κάμερες, συστήματα ασφαλείας, φρουροί, αλλαγή βάρδιας, καβάντζες, συναγερμοί, συνδυασμοί, γενικά ό,τι μπορούσε να κόψει το έμπειρο μάτι μου. Κάθε Τετάρτη βράδυ έπρεπε να πηγαίνω στο περίπτερο του Καλόγερου, να παίρνω το βιβλιαράκι τσέπης «κάλυψη-απόκρυψη» με τις οδηγίες, το οποίο περιείχε και τον εβδομαδιαίο έξτρα μισθό μου και από εκεί κατευθείαν να την κόβω για το συνοικιακό μπαρ. Εκεί μέσα υπήρχε «κλειδωμένο» σκαμπό ειδικά για ‘μένα. Ακούγανε από το παρκαρισμένο βαν ακόμα και την ανάσα μου, ήμουν υποχρεωμένος να μη βγάζω άχνα. Αμίλητος έπρεπε να μελετάω τις οδηγίες των περίεργων και να πίνω για να μη δίνω στόχο.

Κάθε βδομάδα εκείνη μ’ άρεζε όλο και πιο πολύ. Το διάρι το είχα, την δουλειά επίσης, το ίδιο και την έγχρωμη τηλεόραση, το μόνο που έλειπε ήταν αυτή και ο σκύλος. Κάβλωνα κάθε φορά που μου έφερνε το ποτό, παράγγελνα συνέχεια μόνο και μόνο για να την βλέπω να με πλησιάζει και να την μυρίζω ώσπου έχανα την αίσθηση της όσφρησης και της όρασης. Μετά από κάποιους μήνες το έξτρα βδομαδιάτικο γινόταν βότκες. Βγαίνοντας από το μπαρ το βιβλιαράκι έπρεπε να το πετάω στον μεγάλο μπλε πλαστικό κάδο, μετά το μαζεύανε αυτοί. Είχα συγκεντρώσει από καιρό τις πληροφορίες που θέλανε αλλά το τούνελ αργούσε ακόμα και με κρατούσανε για τα απρόοπτα.

Την προτελευταία Τετάρτη την είδα να έρχεται και να κάθεται απέναντί μου. Με κοιτούσε επίμονα, ήμουν σίγουρος ότι κάτι ήθελε να μου πει. Μου είχαν κοπεί τα πόδια. Την ήθελα τόσο πολύ και δεν μπορούσα να πω κουβέντα. Είχα κουραστεί από την ιστορία αλλά ήξερα ότι σύντομα θα τέλειωνε. Ήμουν έτοιμος να αποβιβαστώ από την υπόθεση. Ήμουν απολύτως αποφασισμένος την ερχόμενη Τετάρτη να πάω και να της μιλήσω, θα της πρότεινα να φύγουμε μαζί βόρεια αφού πρώτα χαλούσα τον κοριό στη βάση του σκαμπό.

Η ζωή είναι μια ζαριά και ‘γω έφερα με την πρώτη ασόδυο. Την Κυριακή μου την πέσανε στο δυάρι και με πήρανε σηκωτό. Το τούνελ ήταν έτοιμο στην τρίχα. Χρειάζονταν χέρια για να γίνει η δουλειά στο δίλεπτο. Πήρανε όλους όσους γνώριζαν την υπόθεση. Στο τούνελ χώθηκα τρίτος με τις τσάντες ανά χείρας. Μόλις μπήκαμε όλοι στις θυρίδες έγινε το πέσιμο. Μπουκάρανε απ’ όλες τις κατευθύνσεις με πολυβόλα και αλεξίσφαιρα. Ο Καλόγερος ήταν ασφαλίτης. Ανέκαθεν σιχαινόμουνα τους περιπτεράδες.

Μετά από 2 χρόνια πήρα την πρώτη μου άδεια και πέρασα ημέρα Τετάρτη από το Μπαρ. Είχε μετονομαστεί σε Mr.Ben. Δεν έκανα καν τον κόπο να μπω μέσα...

Αναρτήθηκε απόErwtas Stomaxhs στις 12:30 π.μ. 9 σχόλια  

Ursus.

Μπαρμαν
φερε ενα μπουκαλι Ursus
να κερασω ολο το μαγαζι.
Αντε
γιατι μου φαινεται οτι εκατσε η βαρκα.
Αντε
να παρουμε μπρος.

ζερο.

Αναρτήθηκε απόzero στις 10:41 π.μ. 7 σχόλια  

Νέα Ζωή

Είχε δημιουργήσει τα τελευταία χρόνια μια μικρή ρουτίνα. Κάθε απόγευμα μετά το γραφείο έκανε μια στάση στο μάρκετ της γειτονιάς και αγόραζε ένα 35άρι (δεν του άρεσε το 70άρι γιατί απαιτούσε 2ήμερη δέσμευση), 2 αεριούχα ένα αλμυρό και ένα γλυκό. Είχε διαπιστώσει ότι ήθελε πάντα γλυκό στο τέλος. Το αλμυρό ήταν ούτως ή άλλως μέρος της ζωής του. Γύριζε σπίτι, έβαζε τις πυζάμες του, έκανε μερικές δουλειές στα γρήγορα, τόσες ώστε ο χώρος να του προσφέρει επιφανειακή τάξη και ηρεμία. Άνοιγε το 35άρι με λαχτάρα, γέμιζε μισό, το υπόλοιπο ανθρακικό, 2 παγάκια. Τσιμπολογούσε κανένα αλμυρό να μην τον πειράξει στο στομάχι. Ξαναγέμιζε. Έβλεπε ειδήσεις, ταινίες, διάβαζε βιβλία, παλιά ένθετα εφημερίδων. Ξαναγέμιζε. Έκλεινε το κινητό. Χανόταν για ώρες απ’όλους. Μερικές φορές το ξεχνούσε ανοιχτό και ήταν κάποιος φίλος:

- Έλα ρε...
- Έλα....
- Κοιμάσαι?

Η ερώτηση αυτή του έκανε κάθε φορά εντύπωση.

Συχνά ξενυχτούσε χωρίς λόγο. Άκουγε αγαπημένα τραγούδια, τραγουδούσε δυνατά κρατώντας αόρατο μικρόφωνο και ένοιωθε πως ερμήνευε σε κοινό που τον αποθέωνε. Πολλές φορές τον έπαιρναν τα κλάμματα απ΄τη συγκίνηση, άλλες φλέρταρε με το κοινό και έκανε χορευτικά ξεσηκώνοντας τους θαυμαστές του. Ονειρευόταν ώρες πολλές με τα μάτια μισόκλειστα και έκανε σχέδια. Ταξίδια μακρινά, γνωριμίες, έρωτες, διάλογοι με πρόσωπα φανταστικά και υπαρκτά. Γελούσε με αστείες ατάκες που σκεφτόταν και κρατούσε σημειώσεις.

Τον έπαιρνε ο ύπνος με την τηλεόραση να παίζει και τα φώτα αναμένα. Με τα γυαλιά στραβά στη μύτη. Ξυπνούσε απορημένος και πιασμένος. Σηκωνόταν, πήγαινε τουαλέτα, έπινε νερό και ξάπλωνε κατάκοπος. Τότε άρχιζαν όλα. Ταχυπαλμίες, αρρυθμίες, πόνος, εφίδρωση, φαγούρα. Άνοιγε τα παράθυρα να μπει αέρας. Σκεφτόταν «θα πεθάνω». Ξάπλωνε αγχωμένος μετρώντας τους παλμούς του. Άλλαζε πλευρό. Τα ίδια. Απέφευγε να κοιμάται μπρούμυτα γιατί είχε αναπτύξει μια δική του θεωρία. Η καρδιά χτυπάει πιο δυνατά όταν κοιμάσαι πάνω της.

Με τον καιρό άρχισε να ανησυχεί. Το σώμα του άλλαζε. Είχε αποκτήσει μια πλαδαρή κοιλιά και του φαινόταν ότι είχε περισσότερες τρίχες παντού εκτός από εκεί που έπρεπε. Το πρόσωπό του ήταν θαμπό, σταχτί. Το λευκό των ματιών του γκριζοκίτρινο. Το σχήμα τους φαινότανε θλιμένο, οι άκρες έγερναν προς τα κάτω. Ένοιωθε τη μύτη του χοντρή, πρησμένη. Άρχισε να παρατηρεί μικρά κόκκινα κλαδάκια στα ρουθούνια του και το απέδιδε στο κλίμα "Έσπασαν τα αγγεία μου, να θυμηθώ να πάρω μια καλή κρέμα».

Απέφευγε να κοιτάζει τον κόσμο στα μάτια. Στην καθημερινή του λίστα αγορών πρόσθεσε τσίχλες και καραμέλες. Ένοιωθε ότι οι πόροι του σώματός του ανέδυαν την επαίσχυντη μυρωδιά και άρχισε να φοράει μακρυμάνικα μακό. Ακόμα και το καλοκαίρι. Πήγε και σε γιατρούς. Καρδιολόγους, παθολόγους, δερματολόγους, γενικές αίματος, ούρων. Γενικά ήταν σε καλά επίπεδα. Τσιμπημένη χοληστερόλη & ουρικό οξύ. Οι γιατροί απεφάνθησαν ότι οφείλεται στο κόκκινο κρέας. «Ναι, πραγματικά μετά τη νόσο των πουλερικών τρώω μόνο κόκκινο κρέας, προφανώς εκεί οφείλεται», είπε ψέμματα και χάρηκε που βρήκαν το συκώτι του ατόφιο.Ο καρδιολόγος διέκρινε αρρυθμία και πρότεινε 24ώρη παρακολούθηση. Έγραψε και συνταγή την οποία έχει ακόμη στα συρτάρια του γραφείου που κρύβει τα 35άρια.

Απαλλαγμένος από το άγχος της υγείας συνέχισε λίγο πιο μαγκωμένα τη ρουτίνα του. Διαπίστωσε ότι οι ταμίες στο συνοικιακό μάρκετ άρχισαν να τον κοιτάζουν περίεργα γιατί το καλάθι του περιείχε καθημερινά την ίδια λίστα (με κανένα γιαούρτι ή γάλα να θολώνει την εικόνα). Άλλαξε μάρκετ. Βρήκε και κάποια κοντικά περίπτερα που πουλούσαν 35άρια. Κάθε φορά που πλησίαζε στο ταμείο σκεφτόταν «Λες να ξέρουν?», χαμογελούσε ευγενικά, πλήρωνε και απομακρυνόταν λαχταρώντας να μπει στο κρυσφηγετό του.

Κάθε βράδυ όταν άρχιζε το μούδιασμα έδινε υπόσχεση στον εαυτό του ότι αυτό θα ήταν το τελευταίο βράδυ παρέα μ’αυτό το διάολο. Από αύριο θα έπαιρνε βιταμίνες, θα πρόσεχε τη διατροφή του και θα περπατούσε περισσότερο. Δάκρυζε, έκλαιγε, ξέθαβε φωτογραφίες του πρώτου του έρωτα, έβλεπε τον εαυτό του όμορφο, υγιή και έλεγε μέσα του «Θα ξαναγίνω έτσι. Μπορώ». Και εκείνο το βράδυ το πίστευε, ήταν σίγουρος για τον εαυτό του. Και το γλένταγε για τελευταία φορά. Οι τελευταίες φορές ήταν καθημερινές. Άρχισε να επινοεί τρόπους υπενθύμισης. Πονούσε το σώμα του για να ξεφύγει από το μούδιασμα. Χάραζε τους μηρούς του μέχρι να στάξει αίμα. Ο πόνος τον ηρεμούσε και τον επανέφερε. Ζωγράφιζε κόβωντας το δέρμα του και έλεγε στον εαυτό του «όταν το δεις αυτό αύριο θα ξέρεις γιατί πρέπει να σταματήσεις». Ξαναγέμιζε βέβαιος ότι μετά απ’ αυτό θα ήταν η τελευταία φορά. Τη μέρα αισθανόταν πόνο και ντροπή γι’ αυτά που έκανε. Βράδυα μετά έξυνε το καύκαλο ανέκφραστα.

Ένα καλοκαίρι γνώρισε στο νησί μια Αγγλίδα. Όμορφη κοπέλα και κλασσάτη. Αιθέρια και χαμογελαστή. Έπιασαν κουβέντα. Του είπε «το καλό είναι να ξέρεις πότε να σταματάς». Χαμογέλασε υποψιασμένα. «Δύο χρόνια πριν όταν χώρισα με το αγόρι μου άρχισα να πίνω πολύ. Δεν έβγαινα από το σπίτι και κάθε απόγευμα μετά το γραφείο έπινα μόνη μου. Δεν έβλεπα τους φίλους γιατί ήμουν πάντα πολύ λιώμα για να τους συναντήσω και ντρεπόμουν για τον εαυτό μου. Έκλεινα το κινητό μου, εξαφανιζόμουν για μέρες. Ήμουν ερείπιο.» Βρήκε την παρέα της πολύ καταθλιπτική και την απέφευγε τις υπόλοιπες μέρες των διακοπών.

Γύρισε πίσω άφραγκος και σκέφτηκε τη δωροεπιταγή που είχε στο συρτάρι. Πήγε στο μεγάλο, πολυτελές μάρκετ και ψώνισε 35άρια όλο το ποσό. Στη διαδρομή για το ταμείο σκεφτόταν τι θα απαντούσε σε πιθανή ερώτηση του ταμία, δεδομένου ότι τα 70άρια ήταν σαφώς φτηνότερα και ένα καλάθι γεμάτο όμοια μικρά 35άρια όσο να’ναι τραβάει την προσοχή. Έφτιαξε λοιπόν ένα σενάριο: είναι καλλιτέχνης και τα μπουκάλια θα αξιοποιηθούν σε μια εικαστική σύνθεση τη δομή της οποίας δεν μπορεί να αποκαλύψει για ευνόητους λόγους. Ικανοποιημένος με τον εαυτό του έφτασε στο ταμείο και κοίταξε την ταμία στα μάτια περιμένοντας την ερώτηση. Μάταια. Τυπική αδιαφορία. «Θα μπορούσα να κουβαλάω 60 πακέτα σερβιέτες και τούτη εδώ θα με κοίταζε με το ίδιο ύφος. Δε βαριέσαι, καλύτερα.»

Μπήκε στο αυτοκίνητο και αποφάσισε να ακολουθήσει άλλη διαδρομή για το σπίτι. Έβαλε το αγαπημένο του cd και άρχισε να τραγουδάει δυνατά. Ήταν χαρούμενος. Υπολόγισε ότι οι προμήθειές του θα κρατούσαν μια βδομάδα.

«1η Σεπτεμβρίου αλλάζω ζωή»

Αναρτήθηκε απόalexis στις 8:06 π.μ. 5 σχόλια  

Smooth Criminal.

Θυμαμαι
Την εποχη που υπηρχε το μπλογκς.gr
Υπηρχαν τοτε κανα δυο γυναικες που συνεχεια εγραφαν για πιπες , για τσιμπουκια, για τρυπες.
Τοτε , λοιπον , ειχα κανει ενα σχολιο και ειχα μιλησει για την απωλεια.
Οτι δηλαδη , υπαρχουν μερικοι ανθρωποι που εχουν χασει ανθρωπο και πλεον εκτιμουν διαφορετικα τα πραγματα.
Τα βλεπουν με αλλο ματι.
Ευτυχως τοτε η γραμμη μου ειχε περασει και σταματησαν αυτα τα ηλιθια ποστ.
Τωρα στην μοδα ειναι ενας αλλος τροπος γραφης.
Αυτος της βιας , αυτος των ουσιων.
Θελω να γραψω κανα δυο λεξεις πανω σε αυτα τα θεματα.
Κοιταξε να δεις φιλε μου...
Δεν υπαρχει τιποτα ανηθικο ‘η ηθικο , δεν υπαρχει τιποτα καλο ‘η κακο.
Απλα , μερικα πραγματα δεν γραφονται.
Και θα σου εξηγησω αμεσως γιατι...
Το τι κανεις στην ζωη σου ...δεν με νοιαζει.
Με νοιαζει ομως οταν γραφεις κατι και αυτο το διαβαζει η γυναικα μου, η γκομενα μου, το παιδι μου.
Γιατι πολυ απλα μπορει να θελησουν να σε μιμηθουν στην μαλακια που κανεις.
Εκει βρισκεται το προβλημα.
Οτι την μαλακια που εσυ γραφεις , την διαβαζει καποιος ανθρωπος που αγαπω.
Και μπορει να τον χασω.
Και τοτε θα εχω προβλημα.
Ο ανθρωπος ειναι ενα ζωο που ζει μεσα στα παθη του.
Τα παθη αυτα αποτελουν κρυφες πτυχες του χαρακτηρα του.
Σκοτεινες γωνιες της ψυχης του.
Τα παθη αυτα δεν ειναι μεταλλια να τα φοραμε στο πετο μας.
Δεν αποτελουν πραξεις για τις οποιες πρεπει να ειμαστε υπερηφανοι.
Δεν ειναι μαγκια.
Ειναι λαθη μας.
Μερικες φορες θανασιμα λαθη.
Γι ‘ αυτο δεν εχεις το δικαιωμα να γραφεις για τις βρωμιες σου δημοσια.
Γιατι σκοτωνεις οτι εγω αγαπω.
Επισης.
Εχω παρατηρησει πως μερικοι bloggers γραφουν για την βια , χωρις να ξερουν τι ειναι βια, χωρις ποτε στην ζωη τους να εχουν βιωσει πραγματικη βια.
Δεν ξερουν γιατι πραγμα γραφουν οι ανθρωποι.
Θα σου πω ενα μυστικο για την βια.
Στην βια τελος δεν υπαρχει.
Η βια γενναει βια.
Και στο τελος αυτος που θα κτυπαει το κεφαλι του στον τοιχο , ειναι αυτος που εχει μεινει ορθιος.
Καταλαβες τιποτα απο αυτα που σου λεω φιλε μου?
Η υπερβολικη χρηση βιας ειναι ηλιθιοτητα , δεν ειναι μαγκια.
Θα με ρωτησεις τωρα....
Και ποιος ειμαι εγω που τα γραφω ολα αυτα?
Που ανακατευομαι δηλαδη , με το τι γραφει ‘η δεν γραφει ο καθε ανωμαλος μεσα εδω ...στην χωματερη του ιντερνετ.
Θα σου πω...
Ενας απλος ανθρωπος ειμαι , ενας μετριος , που ομως δεν εχω την πολυτελεια να χασω τιποτα αλλο , γιατι εχω χασει πολλα πραγματα στην ζωη μου.
Με λιγα λογια ...οτι αγαπουσα το εχω χασει.
Τουτεστιν...
Οποιος ανθρωπος με κοινη λογικη εχει απομεινει και διαβαζει τιποτα μαλακιες που καποιος αλλος “προχωρημενος” μαγκας γραφει....
........καπου –καπου να του ριχνει και κανα καριολικι
Για να’ρχομαστε στα ισια μας.
Και τωρα θα επιστησω την προσοχη σου
Στο τελευταιο video στα αριστερα της σελιδας
Που ειναι το videoclip του τραγουδιου Smooth Criminal του Michael Jackson.
To video αυτο εχει διαρκεια 9 λεπτα απο τα οποια... τα τελευταια 3 ειναι αριστουργηματικα , γιατι ο Michael σαν χορευτης δεν παιζεται.
Σαν ανθρωπος ομως ειναι σκατα και δεν τον παω καθολου.
Το τραγουδι παει καπως ετσι....
You been hit back
You been struck back
By a smooth criminal
Annie are you walking
Are you walking Annie?
Annie are you walking
Are you walking Annie?
You been hit back
You been struck back
By a smooth criminal.



Εδω ειναι που λεω εγω ........Lost case.
Next…

ζερο.

Αναρτήθηκε απόzero στις 3:45 μ.μ. 3 σχόλια  

Famous.

Τι ηθελες και μου ειπες οτι εκεινος ο γελοιος , ο φιλος σου ο Τακης πινει Famous.
Σιγα το ποτο.
Σιγα το δυνατο ου’ι’σκι μωρε.
Σιγα τον τυπο , που τον βαλαμε και στην ζωη μας.
Ξαφνικα απο το πουθενα , μας προεκυψε και ενας τυπος που πινει Famous.
Ειχαμε φιλους απο ολα τα ποτα, τωρα εχουμε και τον κυριο Τακη.
Την παρηγορητρα.
Σου κρατουσε συντροφια ολους τους μηνες που ελειπα.
Και τωρα πρεπει εγω να τον φαω στην μαπα.
Ο κυριος Τακης, ενας ηλεκτρολογος της κακιας ωρας.
Θα μας αλλαξει τα φωτα.
Αντε μην πω τι θα μας κανει.
Λες και δεν ξερω τι εκανες ολους αυτους τους μηνες που ελειπα.
Εγω θα σε περιμενω μου ειπες.
Εγω θα ειμαι παντα εδω μου ειπες.
Μονο που ξεχασες να μου πεις , πως οταν γυρισω θα βρω και τον κυριο Τακη να με περιμενει.
Τον ηλεκτρολογο.
Τι κορο’ι’δο ειμαι που σε πιστεψα , τι βλακας.
Επρεπε να ειχα φυγει προ πολλου.
Τι επαθα ο ανθρωπος?
Και να πεις οτι δεν ειχα αλλες γυναικες.
Πηγα και κολλησα με σενα.
Σιγα την γκομενα μωρε.
Ενα πενηντα με τα χερια στην αναταση.
Τι βλακας που ειμαι ωρες-ωρες, καθομαι και ανεχομαι ολα τα ναζια σου.
Μηπως ξερεις να κανεις και τιποτα αλλο ...ολο ναζια και κορδελακια.
Καλα ...απο αυριο μην τον ειδατε τον Παναη.
Οχι θα κατσω εγω, να βλεπω την φατσα αυτου του γελοιου κυριου Τακη.
(ανεβαζοντας τον τονο της φωνης του)
Μπαρμαν ...ενα διπλο Jack Daniels με ενα παγο.


ζερο.


τον zero ντυνουν οι:


Νικος&Τακης
Τακης&Νικος
Νικος
Τακης
ΑλλοςΠληρωνει&ΑλλοςΠηδαει
*

Αναρτήθηκε απόzero στις 9:26 π.μ. 2 σχόλια  

Ο Λυκάνθρωπος

Στα μπαρ πληρώνεις για λίγη χαρά
Πληρώνεις ακριβά τα ποτά και πληρώνεις πολύ ακριβά τη μοναξιά

Απ' τη μια τα σκυλάδικα σαν άνθρωπο σε φτύνουν
κι απ' την άλλη τα ροκάδικα κατάμουτρα σε φτύνουν

Ροκ δε σημαίνει πορτιέρης
Ροκ δε σημαίνει εμπορική μουσική
Ροκ δε σημαίνει χλιδάτους DJs

Μια ιστορία θα σας πω, για έναν μικρό λυκάνθρωπο που ήρθε απ' τον Κάτω Κόσμο
Δεν πείραζε κανέναν -αλλά του επιτέθηκαν.. τον πυροβόλησαν
Και τότε.. και τότε πήρε εκδίκηση φριχτή

Μπήκε σ' αυτά τα μπαρ, που συχνάζουν μικροαστοί θαμώνες
Του επιτέθηκαν
Του είπαν "Σ' αυτά τα μπαρ δε δεχόμαστε Αλβανούς, πρεζόνια, φαντάρους αλλά μήτε και λυκάνθρωπους"
Αυτός όμως έδωσε την τελική μάχη και πήρε στον άλλο κόσμο μαζί του πολλά καθίκια

Και τότε έγινε το θάυμα
Κάποιοι πήραν το νόμο στα χέρια τους για να εκδικηθούν για τον λυκάνθρωπο
Και μπήκαν σ' αυτά τα μπαρ και τα κάψανε όλα
Τα κάψανε όλα

Κι αν ξέρετε κι εσείς καμιά ιστορία για λυκάνθρωπους
μην είστε σίγουροι οτι δεν είναι αληθινή
Πάντα υπάρχουν άτομα στο περιθώριο και δεν αποκαλύπτονται πάντα
Κυκλοφορούνε μόνοι και είναι άκρως επικίνδυνοι

Κι αν ξέρετε λοιπόν καμιά ιστορία

μπορεί να είναι αληθινή...


Pornostroika Dadaifi - Ο Λυκάνθρωπος [δεξί κλικ - save as...]

Αναρτήθηκε απόRaZzMaTaZz στις 2:58 μ.μ. 2 σχόλια  

Hardcore life

this is hardcore στο repeat …

Όπως ακριβώς το ζειςόπως ακριβώς το καταπίνεις ..μαζί με το ρυθμόβάλε τον μετρονόμο εκεί που σε παίρνει και πήγαινε πιο γρήγοραξεπερνάς τον χρόνο …. έχεις άλλον ένα λόγο να γιορτάσεις…

Αν είναι να βάλεις τη γλώσσα στην πληγή φρόντισε να τη βαφτίσεις με κάτι βαρύ..
Αν είναι να φτύσεις απογοήτευση φρόντισε να έχεις κατεβάζει μονοκοπανιάς όλα όσα σου ζάλιζαν τον εγκέφαλο στη μέρα

Είδες τη λογική σειρά των πραγμάτων και σου φάνηκε τόσο παράλογη
Οταν σε φυτέψουν θέλεις να ανθίσει πεντάγραμμο πάνω από το μάρμαρο..

τι σε έχει πιάσει αλήθεια?

Repeat
από τη μέρα στους στίχους , από τους στίχους στο ποτήρι , από το ποτήρι στη σκέψη , από τη σκέψη στο μπουκάλι , από το μπουκάλι στον τοίχο και από τα θρύψαλα πίσω στους στίχους

Repeat...
Όπως ακριβώς το ζεις…
Όπως ακριβώς το ζεις…

Όπως ακριβώς το κατεβάζεις…
Όπως ακριβώς το κατεβάζεις…

Να γίνουν όλα διπλά , να πολλαπλασιαστούν , να σωριαστούν πάνω σου , να σε αναγκάσουν να πέσεις αναίσθητος
αύριο να μη θυμάσαι…

Αναρτήθηκε απόatg στις 4:43 μ.μ. 5 σχόλια  

Φιλε μου Jack.

Οσο το κοιταζω τοσο με ενοχλει.
Κατι με ενοχλει σε αυτο το μπουκαλι Jack Daniels που εχω μπροστα μου.
Νομιζω οτι με κοιταζει κι’αυτο.
Σαν να γελαει μαζι μου.
Πριν απο λιγο ηταν γεματο, τωρα ειναι μισο αδειο και ομως ακομα στεκεται εκει.
Γιατι δεν φευγει?
Εχει κι’αυτο το υπεροπτικο υφος , το σχεδον ηλιθιο.
Ηθελα να’ξερα γιατι με κοιταζει ετσι?
Τι βλεπει σε μενα?
Ενα αθλιο μπουκαλι με ενα βρωμερο ποτο μεσα , τα εχει βαλει μαζι μου.
Να , οριστε , ξαναγεμισα το ποτηρι μου.
Χα ,χα τι εχεις να πεις τωρα παλιομπουκαλο.
Οποτε θελω σε αδειαζω , οποτε θελω σε σπαω κι’αν με εκνευρισεις περισσοτερο σε αφηνω και οπως εισαι , εκει να στεκεσαι μισο αδειο στην ακρη του παγκου σε αυτο το βρωμικο μπαρ.
Τι απαισιο κι’αυτο το μπαρ σημερα.
Μα που το βρηκα?
Ποια δυναμη με εσπρωξε να μπω μεσα εδω?
Και ολοι αυτοι οι παραξενοι γυρω-γυρω , τι κοιτανε?
Περιεργο.
Ξαφνικα μου περασε απο το μυαλο οτι τους γνωριζω ολους.
Ακομα και το μπουκαλι γνωστο μου φαινεται.
Καπου το εχω ξαναδει αυτο το μπουκαλι.
Ναι , μα ειμαι σιγουρος ειναι ενα παλιομπουκαλο που εσπασα χθες.
Τι περιεργο.
Μα και ολους αυτους τους παραξενους , χθες δεν ηταν που τους ειπα να με αφησουν ησυχο.
Αφου τους εξηγησα, δεν ηταν δικο μου το φταιξιμο.
Απλα δεν συμφωνουσαν οι χαρακτηρες μας.
Αυτη ηθελε να ζησει την ζωη της, εγω ηθελα να ζησω την ζωη μου.
Τι πιο ανθρωπινο?
Απλα δεν ταιριαζαμε δεν μπορειτε να το καταλαβετε ολοι σας?
Τι με κοιταζετε ετσι?
Οριστε , ξαναγεμισα το ποτηρι μου.
Να , αλλη μια φορα.
Χα , χα ηλιθιο παλιομπουκαλο.
Νομιζες οτι μπορουσες να με κερδισεις.
Βρωμερο ανθρωπινο κατασκευασμα , οσο περναει η ωρα τοσο περισσοτερο αδειαζεις.
Σε λιγο η ζωη θα φυγει απο μεσα σου.
Θελω να δω τοτε αν θα συνεχισεις να με κοιταζεις με αυτο το ηλιθιο χαμογελακι.
Θελω να δω και τις φατσες γυρω μου τι θα κανουν τοτε.
Ποσο μικροι και ασημαντοι ειναι ολοι τους.
Αναμεσα τους δεν υπαρχει κανενας ανθρωπος.
Μονο σε εκεινη την γωνια απεναντι, παραμερα , βλεπω λιγο φως.
Τι ομορφη γυναικα θεε μου , λαμπει απο ευτυχια.
Αραγε τι να της λεει στο αυτι , ο συντροφος της?
Εχει βαλει το χερι του γυρω απο τον λαιμο της και κατι της λεει.
Γελανε.
Περιεργο.
Εχω πολλες μερες να δω ανθρωπους να γελανε.
Ουτε καν με κοιταζουν αυτοι οι δυο.
Αυτοι μαλιστα, μου κανουν για παρεα.
Οριστε , ξαναγεμισα το ποτηρι μου.
Τι εχεις να πεις τωρα κυριε Jack Daniels?
Ακομα να καταλαβεις πως σε λιγο θα απομεινει απο σενα μονο το Jack?
Ενα αδειο μπουκαλι θα εισαι Jack.
Παρτο χαμπαρι δεν μπορεις να με νικησεις.
Εγω πινω , εσυ στεκεσαι εκει.
Εγω αποφασιζω εδω, ποιος ζει και ποιος πεθαινει.
Χα, χα παλιομπουκαλο.
Αθλιο ανθρωπινο κατασκευασμα.
Τωρα πρεπει να φυγω ομως φιλε μου Jack.
Πρεπει να γυρισω σπιτι.
Που ξερεις , μπορει να εχει γυρισει κι’αυτη.
Δεν θελω να την κανω να περιμενει.
Σημερα θα της μιλησω.
Θα της πω ποσο σημαντικη ειναι για μενα.
Θα της μιλησω για την ζωη μας.
Jack φιλε μου , σημερα μπορει να αλλαξουν ολα.
Μην φυγεις Jack.
Θα γυρισω να σου πω τα ευχαριστα νεα.
Κανε λιγο υπομονη και εγω θα ερθω παλι.
Υπαρχει ελπιδα Jack.
Θα στα πω ολα.



ζερο.

Αναρτήθηκε απόzero στις 4:17 μ.μ. 9 σχόλια  

Βάλε ένα από τα ίδια...

... κι έλα κάνε μου παρέα. Έχω να σου πω μια ιστορία.

Ξεκίνησα να πίνω από μικρή. Όχι πολύ, μα έπινα κρυφά όταν λείπαν οι γονείς μου. Τα μπουκαλάκια απ’ τα ταξίδια που έφερνε ο μπαμπάς, τα άνοιγα και τα ‘πινα παίζοντας τη bar woman. «Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει» ένα πράμα. Δεν τ’ άδειαζα τελείως, άφηνα λίγο μέσα και συμπλήρωνα νερό, να φαίνεται γεμάτο. Μετά έκλεινα πάλι τα καπάκια και τα ξανάβαζα πίσω στη θέση τους στο σκρίνιο, ελπίζοντας πως δε θα με καταλάβουν. Ούτως ή άλλως χαμένα πήγαιναν, αφού η μάνα τα είχε διακοσμητικά και δεν τα έπινε ποτέ κανένας. Τη μέρα που το ανακάλυψαν, έφαγα το ξύλο της χρονιάς μου και με κλειδώσανε έξω από το σπίτι. Με λυπήθηκε η διπλανή και με πήρε μέσα, κοιμήθηκα εκεί.

Στα 19 μου πήγα στο νοσοκομείο με κoλικό νεφρού. Ο γιατρός είπε να πίνω καμιά μπυρίτσα που είναι διουρητική. Τι ήθελε και το ‘πε, το γάμησα τελείως! Είχα και μια πολύ καλή δικαιολογία βλέπεις, «να κατουρήσω την πέτρα ρε μάνα και μετά θα τις κόψω». Μετά έκοψα τελείως το νερό και κράτησα τις μπύρες. Τραβιούνται οι άτιμες τα καλοκαίρια.

Η πρώτη μου επαφή με το ουίσκυ έγινε σχετικά αργά. Μεθύσια στα φοιτητικά μου χρόνια δε θυμάμαι κι αν χαλάστηκα καμιά φορά ήταν επειδή ήμουν νηστική. Άντεχα στο ποτό κι ας λένε ότι η αντοχή στο αλκοόλ είναι ανάλογη των κυβικών που κουβαλάμε. Ουίσκυ έπινε ο πρώην άντρας μου. Βάζαμε κάνα ποτηράκι το βράδυ βλέποντας καμιά ταινία, εκείνον τον έπαιρνε ο ύπνος στον καναπέ κι έμενα εγώ με τη μπουκάλα στο χέρι να πνίγω τον πόνο και τη μοναξιά. Δεν κάνω πλάκα σου λέω. Άντεξα λίγο μόνο και μετά που χώρισα, την κάβα που είχαμε στο σπίτι την άδειασα μόνη μου σε χρόνο d.t. Τότε ήταν που πήρα την κάτω βόλτα. Τους επόμενους μήνες έβγαινα κι έπινα πολύ. Δεν υπήρξε ποτό που δε δοκίμασα. Χάλασα το στομάχι μου και μαύρισα την ψυχή μου. Οι άντρες μου φαίνονταν πιο όμορφοι μετά από 2-3 ποτά. Κι εγώ χαμογελούσα πιο δύσκολα και τα μάτια μου σκοτείνιαζαν. Μα άνοιγα πιο εύκολα τα πόδια κι ας σφιγγόταν η καρδιά. Έπαιρνα την εκδίκησή μου, χειραγωγώντας τους ανακάλυπτα τη δύναμή μου.

Σκέφτηκα να προσπαθήσω να απέχω, μα δε δοκίμασα ποτέ. Δε θέλω ρε γαμώτο. Εσύ γιατί δεν κόβεις το τσιγάρο; Άσε με να ‘χω μια εξάρτηση κι εγώ. Στο κάτω κάτω της γραφής, αφού δε με χαλάει. Δεν έχει περάσει μέρα στη ζωή μου από τότε που να μην έχω πιει. Στο ψυγείο φαγητό μπορεί και να μην έχω, αλλά από ποτά δεν ξεμένω ποτέ. Μου είπε κι ο γιατρός πως το κόκκινο κρασί κάνει καλό στην αναιμία και το κονιάκ βελτιώνει την κυκλοφορία. Δεν είπε πόσο, «λίγο» είπε, τι πειράζει αν καμιά φορά βάζω λιγάκι παραπάνω; Κι αν με πονάει το συκώτι, είναι απ’ το άγχος κι όχι απ΄ το ποτό. Αφού μπορώ και το ελέγχω. Όποτε θελήσω, θα το κόψω, μόνο να πάρω την απόφαση, μα δεν είναι καλή περίοδος αυτή. Είναι κι ετούτη η μοναξιά που σε σκοτώνει, τα βράδια θέλεις κάτι για παρέα, τραβιέται τ’ άτιμο όπως η μουσική. Πώς να γράψεις, πώς να κλάψεις, πώς και σε ποιον να μιλήσεις...

Και τώρα εσύ θ’ αναρωτιέσαι, φίλε. «Τι λέει αυτή εδώ; Αλήθειες γράφει ή μας δουλεύει;» Χέστηκα τι θα πιστέψεις. Μου φτάνει που τα ξέρασα και μέσα μου καθάρισα. Τις πιο μεγάλες μου αλήθειες πιωμένη τις είπα. Το πρωί που θα ξενερώσω, ίσως και να μετανιώσω. Με λένε Αλεξάνδρα και είμαι αλκοολική.



Αναρτήθηκε απόnosyparker στις 7:48 μ.μ. 4 σχόλια  

κοκτέιλ

Το ποτό χαρακτηρίζει τον πότη

Η γεύση , η υφή , το χρώμα , η μυρωδιά του , προδίδουν χαρακτήρες και συνήθειες με τέτοια ευκολία , που κανονικά θα έπρεπε να πίνουμε όλοι στα κρυφά μη φύγει το μυστήριο…

Της αρέσουν τα γλυκά βαριά ποτά … αυτά που γεμίζουν το στόμα ,κλέβουν σκέψεις από το μυαλό και τις επιστρέφουν μισές την επομένη…

Σήμερα ήταν από τις λίγες φορές που ήθελε να βγει Σάββατο…

Ήταν από τις λίγες φορές που ήθελε κοκτέιλ…

Επέλεξε ό,τι πιο δυνατό , ό,τι πιο γλυκό , ό,τι πιο ζεστό και ό,τι πιο δροσερό είχε στραγγίξει τα τελευταία χρόνια …απέκλεισε ότι θα χαλούσε τη γεύση και αφέθηκε στη ζάλη..

Τα ποτήρια έσκουζαν από το τράνταγμα και τα παγάκια ζητούσαν νέο γέμισμα…

Δώρα , ευχές , χαμόγελα και μία τούρτα που μετρούσε τα περσινά γενέθλια που είχε χάσει … πήρε των 28 το απόγευμα και των 27 το βράδυ …μέχρι το πρωί θα είχε γυρίσει σε εμβρυϊκή στάση και θα ξεκινούσε από την αρχή…

Ένα καλό πότο σου αφήνει γεύση στα χείλη μέχρι να σου την κλέψει ο πρωινός καφές

Και όταν τον είδε να μπαίνει στο μαγαζί το κοκτέιλ πήρε άλλο χρώμα…
Το αλκοόλ άλλαξε κατηγορία …

Τα μάτια του στα μάτια της και τα μάτια των γύρω διάφανη βιτρίνα ….να βλέπουν οι περαστικοί και να διψούν και κείνοι…

Ένα καλό κοκτέιλ πρέπει να έχει και την κατάλληλη διακόσμηση

Και το φεγγάρι ανέλαβε να κοκκινίσει και να προσποιηθεί κερασάκι στο ποτήρι …

Βγήκαν και το χάζευαν σιωπηλοί
Όταν επέστρεψαν είχαν άλλη λάμψη στα μάτια…

Αναρτήθηκε απόatg στις 7:42 μ.μ. 4 σχόλια  

Over

Άλλη μια συνηθισμένη έξοδος στο γνωστό μπαρ με το γνώριμο περιβάλλον, αφού για 19η συνεχόμενη νύχτα θέλω να τηρήσω το ritual της κατάνυξης, αλλά βλέπω, καθώς μπαίνω, ότι ο φίλος μου ο μπάρμαν έχει αντικατασταθεί από κάποιον άλλον καινούργιο, ο οποίος είναι στο ύψος μου περίπου, φοράει γυαλιά μυωπίας, έχει μούσι και ξυρισμένο κεφάλι, κάτι που με κάνει να μην αισθάνομαι άνετα, γιατί μάλλον δε θα έχω το θάρρος να μιλήσω και να του εξομολογηθώ αυτά που με καίνε και θα με καίνε και θα με καίνε, αν και η αλήθεια είναι ότι απόψε δεν έχω όρεξη να μιλήσω σε κανέναν, γι αυτό και απλώς τον καλησπερίζω και παραγγέλνω το πρώτο, αρχίζω να βυθίζομαι σε σκέψεις, γιατί ξέρω πλέον ότι το ποτό σε συνδυασμό με τη μοναξιά και τα δάση, σύμφωνα πάντα με τη σοφία των λατίνων, γεννάνε ερεθίσματα σκέψης, παραγγέλνω το δεύτερο, πού να είναι άραγε εκείνη τώρα, το τρίτο, έμαθα ότι παντρεύτηκε, το τέταρτο, να πάει να γαμηθεί, το πέμπτο, τι πήγε λάθος, το έκτο, κάτι δεν πάει καλά με τη ζωή μου, το έβδομο, σίγουρα κάτι είναι λάθος, αλλά πώς μπορώ να βρω το σφάλμα να το βρω και το διορθώσω, δεν σιωπώ τώρα, θέλω να διορθώσω τη μουσική, αλλάξτε την- μην παίζετε Κρίνα, μην παίζετε Tindersticks, μην παίζετε Smiths, μην παίζετε Radiohead, φίλε μου DJ παίξε κάτι άλλο που να μη μου τη θυμίζει, βάλτε κάτι που να μην το έχω ξανακούσει και εσύ μπαρμαν νέε γιατί με κοιτάς, μια χαρά είμαι, όχι σκατά είμαι, έφυγε η ζωή χωρίς να την καταλάβω και χωρίς να ζήσω τίποτα, είμαι ένα μίζερο καρτούν που έχει βαρεθεί να λέει τα ίδια και τα ίδια, παίζω ένα ρόλο, ναι θα τον υποδύομαι μέχρι να βαρεθείς να με βλέπεις, όπως με βαρέθηκε εκείνη, όπως βαρέθηκα εγώ τον εαυτό μου και παρ’ όλα αυτά δεν κάνω τίποτα, δε θέλω να κάνω τίποτα, το τίποτα γίνεται κάτι, με καταβάλλει, μην με κοιτάτε, φέρε άλλο ένα, τώρα είπα, ναι άλλο ένα, εις υγείαν ρε, γουστάρω την αδράνεια, ναι ρε την αδράνεια, αντέχω τη λύπη, μπορώ να την αντιμετωπίσω τη θλίψη, μου αρέσει, αλλά τώρα είμαι χαρούμενος και η χαρά με διαλύει, είναι δυσβάσταχτη η πουτάνα, ναι είναι άγρια, θέλω να κατακτήσω αυτόν τον πούστη κόσμο γύρω από τον οποίο εγώ θα μετεωρίζομαι για πάντα ή μάλλον αυτός θα γυρίζει για πολύ καιρό πιο αργά από μένα, γιατί ρε συ είσαι διπλός, γιατί ο ήχος είναι παραμορφωμένος, γιατί ακούω τη βοή, το σκαμπώ γλιστράει, κάτι ανεβάνει από το στομάχι μου- η ψυχή βγαίνει στο στόμα μου ή ο εμετός; -τρέχεις προς το μέρος μου, γλιστράω, προλαβαίνω μόνο να πω «Τα έχω βαρεθεί όλα» και «όπως συγκρούεται ένα αεροπλάνο στο μυαλό μου», το σώμα μου γίνεται ένα με το πάτωμα.

Αναρτήθηκε απόnumb στις 7:06 μ.μ. 13 σχόλια  

Straight Edge

Μερικά πράγματα δε φτιάχτηκαν για να τα βιώνεις μόνος. Μερικά είπα -όχι όλα. Κλαίμε μια χαρά και μόνοι μας αλλά το γέλιο ας πούμε είναι άλλη φάση. Θέλει παρέα. Κι αυτό, και οι φιλοσοφίες και οι ιδεολογίες κι αυτά τα χαλασμένα τροχοφόρα που όλο ξεμένουν από βενζίνη και τα λέμε "τρόπους ζωής" -θέλουν παρέα. Αλλιώς ψοφάνε και χάνονται και την κηδεία τους τη βαφτίζεις "αλλαγή γνώμης" ενώ δεν είναι τίποτα άλλο από γείωση στον ύψιστο βαθμό -να τα παρατάς όχι επειδή βαρέθηκες γενικότερα, αλλά επειδή βαρέθηκες να συνεχίζεις μόνος. [ΑΝΟΙΓΕΙ ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ: Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή βέβαια, η Χριστοπιστία συνεχίζει να υφίσταται επειδή κάπου στον κόσμο υπάρχει έστω και ένας ακόμα οπαδός της πέρα από τον περήφανο ηγέτη της και τη μαμά του. Αυτό ναι μεν επιβεβαιώνει το συλλογισμό μας, όμως δεν ξέρω τι συμπεράσματα καταδεικνύει για το ανθρώπινο γένος. ΚΛΕΙΝΕΙ Η ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ]

Τα μπαρ είναι ο ναός της μοναξιάς για τους straight edge. Τα πάντα εκεί μέσα περιστρέφονται γύρω από το αλκοόλ και τον καπνό και σκάνε σε συνδυασμό στα μούτρα του ασεβούς που τόλμησε να μπει έχοντας απορρίψει και τα δυο για ένα σημάδι θησαυρού στο ανάποδο της παλάμης. Ακόμα κι αν όσα τον ενώνουν με τους ομοτράπεζούς του είναι περισσότερα απ' όσα τον χωρίζουν -όλοι τη θέωση ψάχνουν ή έστω μια χαμογελαστή βραδιά, τα μόνα που διαφέρουν είναι η γεύση και ο τρόπος- κάπως, με κάποιους μυστήριους μηχανισμούς, πάντα καταφέρνει να βρίσκεται "εκτός". Αν δηλαδή έφευγαν όλοι από κει για μια ληστεία, εκείνος θα έκανε τον τσιλιαδόρο όσο οι άλλοι άνοιγαν το χρηματοκιβώτιο. Κάτι σαν τους αόρατους τύπους -κάθε generic παρέα έχει κι από έναν- που στις εκδρομές πάντα καταφέρνουν να κρατάνε τη φωτογραφική και ν' απαθανατίζουν τους υπόλοιπους έξω από γραφικές ταβέρνες και κακόγουστα μνημεία. Κι αν αποφασίσουν να αφήσουν το στίγμα τους, ίσως ξεχάσουν ένα δάχτυλο μπροστά απ' το φακό.

Ζούμε όμως σε έναν ατελή κόσμο και τίποτα δεν είναι όσο γραμμικό και ίσιο φαίνεται. Έρχονται στιγμές που οι κάθετες ράβδοι που συνδέουν αυτά τα παιδιά με τη μάνα γη συστρέφονται και λυγίζουν. Το αμάρτημα αλλάζει -μια τζιβάνα ή μια γυάλινη γεύση αρκεί για να μετατρέψει σε σπιράλ το μονοπάτι για τον κρυμμένο θησαυρό. Τις περισσότερες φορές οι πράξεις αυτές κρύβουν και μια δόση στεναχώριας. Όπως και να το κάνουμε, η αίσθηση του ανήκειν δεν έρχεται ποτέ με μια τζούρα -ίσως όχι και με περισσότερες αν αυτό ήταν το κίνητρο για να λοξοδρομήσουν. Ακόμα όμως κι αν γίνεται με ελεύθερη σκέψη και καθαρή καρδιά, καμία απόρριψη δεν περνάει αναίμακτα. Η δαγκωνιά μέσα τους γι' αυτό που δεν είναι πια εκεί -μικρή ή μεγάλη- ποτέ δε λείπει. Ξέρω όμως παιδιά που λοξοδρόμησαν με χαμόγελο, παιδιά που γούσταραν πραγματικά να χωθούν ένα βράδυ στο καπνισμένο μαγαζί που σερβίρει νερό της φωτιάς, κι ας τους τράβαγε το μανίκι η κοσμοθεωρία τους. Φταίνε βλέπεις κάποιες σπάνιες παρέες που δε χωράνε αόρατους ανθρώπους κι έχουν μάθει να μοιράζονται τις διαφορές τους. Κι αν δεν ήταν τόσο απελπιστικά λίγες αυτές οι παρέες, ο κόσμος μας θα ήταν αισθητά καλύτερος. Περισσότερο τοξινωμένος, ίσως, αλλά καλύτερος.

Η αξία όσων αγαπήσαμε δεν έχει σχέση με τη διάρκειά τους. Γι' αυτό δε μετανιώνω που ξέθαψα νωρίς το δικό μου θησαυρό κι έμαθα τι γεύση έχουν οι οινοπνευματούχες φυσαλίδες στο ψηλό ποτήρι. Που και που όμως μ' αρέσει να το ξεχνάω. Κάνω οτι το δοκιμάζω για πρώτη φορά κι αμέσως η σκέψη μου γυρίζει πίσω, σε ένα επαρχιακό μπαράκι και μια χούφτα ανθρώπους που μου έμαθαν οτι διαφορετικός δε σημαίνει μόνος.

Αναρτήθηκε απόRaZzMaTaZz στις 6:26 μ.μ. 4 σχόλια  

Rusty Nail.

Ασπρα ματια
μαυρα ματια
με'καναν κομματια.


Count of Modem kristo.


Βαλε ενα Rusty Nail
να σου πω κι'αλλα τετοια.

Rusty Nail
Ingredients:

1 1/2 oz Scotch
1/2 oz Drambuie
1 twist of Lemon peel



ζερο.

Αναρτήθηκε απόzero στις 3:07 μ.μ. 10 σχόλια  

'Αλλο ένα βράδυ στη σειρά

Το μικρό μπαρ το ένωναν δύο σκαλιά με τον πεζόδρομο. Το βρήκαν με την πρώτη βόλτα στο κέντρο της πόλης, το πρώτο βράδυ που βγήκαν να δουν που θα μέναν για τουλάχιστον 4 χρόνια. Η πόλη βρωμούσε και κάτι αρουραίοι σαν γάτες τσίριζαν με θράσος δίπλα σε κάδους. Στους υπονόμους κόβαν βόλτες κάτι κατσαρίδες. Κατά τα άλλα, παλιά σπίτια δίπλα σε αλυσίδες καταστημάτων ρούχων και κόσμος που κυκλοφορεί όλες τις ώρες. Περνούσαν απέξω και άκουσαν κάτι από Stones και χρατς- χρουτς από βινύλιο. Δεν άργησε να γίνει στέκι.
Μόνο τα απογεύματα είχε λίγο φως στο εσωτερικό του. Η πελατεία γνωστή και σπάνια ανανεώσιμη. Στην πόρτα του τα βράδια στεκόταν η γυναίκα του ιδιοκτήτη. Ποτέ δεν κάπνιζε , ποτέ δεν έπινε, μόνο κοιτούσε την αρχή του πεζοδρόμου μην εμφανιστεί καμιά μπλε στολή. Στη μπάρα έβαζε ποτά ο αλκοολικός μπάρμαν που κάποτε μια γκόμενα του είχε πει ότι μοιάζει με τον Έλβις και δεν το ξέχασε ποτέ. Σέρβιρε μια κοντή ξανθιά με θητεία στη νύχτα της πόλης και κάτι τεράστια σκουλαρίκια κρίκους στ' αυτιά. Μουσική έβαζε ο ιδιοκτήτης που αραιά πεταγόταν έξω να δει μην του ακουμπήσει κανείς την Χάρλευ.
Εκείνο το βράδυ, στη μπάρα κάθονται οι 2 τους, με μέσο όρο 3 ποτά τις 2 πρώτες ώρες και συντήρηση αποκλειστικά με σφηνάκια για τις επόμενες 3. Που και που η μουσική τους δίνει το σύνθημα για κανα χορό γύρω από τα ψηλά σκαμνιά του μπαρ.
Ξαφνικά ακούγεται μια φασαρία από το δρόμο και η πόρτα αρχίζει και ξερνάει κόσμο. Άντρες γυναίκες γύρω στα σαράντα. 20 άτομα γεμίζουν το μισό χώρο. Κοιτάζονται.
"Reunion , στάνταρ".
"Μαλάκα είναι πιθανό να γίνουμε έτσι".
Γέλια κρυφά, ποτέ δεν θα γίνουν έτσι.
Ο ιδιοκτήτης δυναμώνει τη μουσική. Δυο γυναίκες από τη μεγάλη παρέα χορεύουν με μεθυσμένα βήματα "paint it black". ΄Ενας άντρας γέρνει πίσω από το γωνιακό τραπέζι και αδειάζει μαυροδάφνη από το στομάχι του , κατευθείαν στα πόδια μιας Μέριλιν στον τοίχο, σε φυσικό μέγεθος. Η κοκκινομάλλα σκουντάει την καστανή και της δείχνει δυο τύπους πίσω αριστερά.
"Ωραίος ο ξυπόλητος κεφάλης ε;"
"Χχχεχε, μαλάκα τι να πω, περί ορέξεως.."
"Κάνουμε τίποτα;"
Η καστανή τους ξανακοιτάει.
"Δε μ' αρέσει ο φίλος του."
"Έλα ρε μαλάκα , σιγά θα τον ξαναδείς;"
"Αφού δε μ' αρέσει σου λέω!"
"Κάνε μου τη χάρη.."
Αναστεναγμός.
"Καλάαα.."
Η κοκκινομάλλα δίνει σήμα στον Έλβις να στείλει 2 τεκίλες στα παιδιά πίσω αριστερά. Η ξανθιά με τους κρίκους να κουνιούνται δεξιά αριστερά, πάει τα σφηνάκια στους τύπους.
Σε λίγο έρχεται πίσω , σκουντάει την κοκκινομάλλα.
"Ο ξυρισμένος λέει να πάτε στο τραπέζι αν θέλετε."
Γέλια.
"Ευχαριστούμε Νάντια."
Σηκώνονται , μαζεύουν τσιγάρα και ποτά και κατευθύνονται αργά στο τραπέζι πίσω αριστερά.
"Καλησπέρα."
"Γεια σας κορίτσια."
Μετά από καμιά ώρα φεύγουν η κοκκινομάλλα με τον ξυρισμένο. Οι άλλοι δύο αράζουν σιωπηλά για κανα μισάωρο ακόμα και διαλύονται μετά , χωρίς καν ένα "χάρηκα". Ο ξυρισμένος τα βρίσκει με την κοκκινομάλλα, στην τρίτη κολώνα της Κορίνθου , μεταξύ Αράτου και Κολοκοτρώνη. Μετά εκείνη ανηφορίζει νωχελικά προς το σπίτι της , με ένα τσιγάρο που καίγεται με το πάσο του. Μετά εκείνος παίρνει τηλέφωνο τον φίλο του και πάει να τον βρει να συνεχίσουν στο επόμενο μπαρ. Η καστανή αποκοιμιέται μπροστά στην τηλεόραση.
Στο μπαρ οι σαραντάρηδες έχουν απλωθεί στις καρέκλες. Ο μπάρμαν τους κερνάει τεκίλες από σπασμένο μπουκάλι. Ο ιδιοκτήτης έκλεισε ταμείο και την έκανε με τη γυναίκα του. Κατά τις 6 το πρωί ένα σκυλί που περνάει έξω από την πόρτα του υπογείου γλείφει έναν ξεραμένο εμετό.
Και στην πλατεία μαζεύονται οικοδόμοι. Έχει συλλαλητήριο και είναι περιφρούρηση.


Χρόνια μετά, ο ιδιοκτήτης με την γυναίκα του αφήσαν το μπαρ σε επιχειρηματίες που απαιτούσαν μόνο mainstream μουσική και την κάνανε για Γερμανία. Ο Έλβις έγινε δημόσιος υπάλληλος, κάποιο βύσμα του μακαρίτη του πατέρα του αποφάσισε να κάνει μια καλή πράξη. Η Νάντια σερβίρει ακόμα, αλλά σε φορτηγατζήδες στο λιμάνι, όπου οι αρουραίοι είναι ακόμα πιο μεγάλοι. Η καστανή παντρεύτηκε. Και η κοκκινομάλλα έχει πια φούξια μαλλιά.

Αναρτήθηκε απόsorry_girl στις 7:09 π.μ. 6 σχόλια  

Mr. Ben

Τετάρτες πήγαινε στο συνοικιακό μπαρ. Εδώ και τέσσερα χρόνια, χωρίς καμιά εξαίρεση. Είτε ήταν Πρωτοχρονιά, είτε αργία, είτε Πάσχα πήγαινε εκεί. Ή μάλλον Πάσχα όχι, γιατί αυτό πέφτει Κυριακή. Μόνος του και πάντα μ’ ένα βιβλιό μικρού μεγέθους στην κωλότσεπη, από αυτά που χαρίζουν οι εφημερίδες. Στην αρχή όταν το σκαμπώ στην άκρη του πάγκου ήταν πιασμένο δυσαναχτετούσε, έκοβε αργά βήματα πάνω-κάτω ξεφυλλίζοντας το βιβλιό του όση ώρα χρειαζόταν μέχρι να φύγει ο καταληψίας και έπειτα χυνόταν στην μπάρα. Μετά από κανά τρίμηνο το είχαν μάθει και τις Τετάρτες έβαζαν πάνω στο γωνιακό σκαμπώ καρτελάκι «ρεζερβέ». Όπως κάθε πότης που σέβεται τον εαυτό του απαιτούσε με μια κίνηση του χεριού του στον αέρα να του αντικαταστήσουν το άδειο ποτήρι με γεμάτο, ίδιου περιεχομένου, χωρίς να χρειαστεί ν’ ανοίξει το στόμα του. Αυτός το πετύχαινε με τον χαρακτηριστικό ήχο που κάνει ο μέσος όταν απελευθερώνεται από τον αντίχειρα και κλωτσάει την παλάμη αφήνοντας τον δείκτη για κάποια δευτερόλεπτα μετέωρο. Το ποτήρι με το κομμένο λεμόνι που είχε μείνει μόνο και σταφιδωμένο στον πάτο έφευγε και την θέση του έπαιρνε ένα πανομοιότυπο με διάφανο περιεχόμενο και φρέσκο λεμονάκι να επιπλέει πάνω στο οινόπνευμα μέχρι να αντικατασταθεί κι αυτό. Ο μπάρμαν είχε μετρήσει από τέσσερα έως εικοσιτρία σε μια βραδιά. Το ποτό πάντα ήταν ίδιο αλλά το πακέτο με τα τσιγάρα συνεχώς άλλαζε. Πότε άσο σκέτο, πότε καρέλια κασετίνα, πότε γκουλουάζ κόκκινο, πότε στριφτά, πότε φτηνά πουράκια, πότε καθόλου. Όταν τύχαινε να μην έχει περίμενε να καταπιεί και το τέταρτο ποτό και τότε που ξεθάρρευε γυρνούσε στον διπλανό του και πλησιάζοντας δυο δάχτυλα στα χείλια του χωρίς να πει και πάλι κουβέντα κατάφερνε να τρακάρει δυο-τρία τσιγάρα, μερικές φορές και μισοάδεια πακέτα. Το όνομά του δεν το ήξερε κανείς, όπως επίσης κανείς δεν ήξερε και τίποτα για τη ζωή του. Τον φωνάζανε Mr Ben. Μπεν λέγανε τον τύπο στο «leaving Las Vegas» και μια και δεν ξέρανε το πραγματικό του όνομα του είχαν κολλήσει αυτό. Του ταίριαζε κιόλας κατά κάποιον τρόπο. Ερχόταν αμίλητος τις Τετάρτες, έπινε το ένα μετά το άλλο, κάπνιζε, διάβαζε αργά τσαλακωμένες σελίδες, πλήρωνε και έφευγε, πάντα αμίλητος και πάντα χωρίς να βγάλει κουβέντα. Ακόμα και την πρώτη φορά που είχε πάει εκεί, το ποτό του το παρήγγειλε δείχνοντας το μπουκάλι στο ράφι με το δάχτυλο.

Ηλικιακά δεν ήταν πολύ μεγάλος, ο μπάρμαν τον έκανε για τριαντάρη, ο Dj για σαραντάρη και η γκαρσόνα κάπου στο ενδιάμεσο. Είχε γίνει κάτι σαν θρύλος και επειδή τα στοιχήματα γύρω από το άτομό του έδιναν και έπαιρναν, έπρεπε να βρεθεί τρόπος να κλείσουν οι λογαριασμοί. Πολλές φορές είχαν προσπαθήσει διάφοροι να του αποσπάσουν μια λέξη. Ο Πάνος, ο Dj ρωτούσε τι να αφιερώσει και εισέπραττε το ανασήκωμα των ώμων, ο Αντώνης, ο μπάρμαν ρωτούσε τι να κεράσει και έβλεπε μέσα στα μούτρα του ένα δάχτυλο να κόβει δυο φορές δεξιά-αριστερά τον αέρα. Η γκαρσόνα (η παλιά, γιατί τώρα είχαν προσλάβει μια άλλη) είχε κάτσει μια φορά απέναντί του, πίσω από τον πάγκο για πολλή ώρα, μια και τις Τετάρτες πολλές φορές δεν είχε ιδιαίτερη κίνηση αλλά δεν είχε εισπράξει ούτε ένα βλέμμα. Τα σενάρια πλήθαιναν με γεωμετρική πρόοδο. Είναι κωφάλαλος, είναι αποφυλακισμένος, είναι διεστραμένος, είναι μπάτσος, είναι ασφαλίτης, είναι χήρος, είναι άστεγος, είναι καταζητούμενος, είναι είναι είναι...

Η επιλογή της νέας γκαρσόνας έπρεπε να γίνει με περίσσια προσοχή. Βλέπεις μόνο πάνω της μπορούσαν να στηριχτούν για να ξεκλειδώσουν επιτέλους το στόμα του. Η Λία ήταν η καταλληλότερη γι’ αυτόν το σκοπό. Μόλις είχε τελειώσει τα μεταπτυχιακά της και βρισκόταν σε μεταβατική φάση. Ανήσυχη, εξαιρετικά όμορφη, έξυπνη με τσαχπίνικο στυλάκι. Οι κινήσεις της ήταν σαγηνευτικές, το ίδιο και το χαμόγελό της, η φωνή της βαθιά και αυτό το στήθος της μπορούσε να αναγκάσει και τον πάπα να τραγουδήσει Elvis. Όλη την εβδομάδα την δασκάλευαν για την περίσταση. Έρχεται Τετάρτες, κάθεται εκεί, παραγγέλνει σκέτη absolut με μια φέτα λεμόνι σε χαμηλό ποτήρι, αν δεις ότι δεν έχει μαζί του τσιγάρα πρόσφερέ του, θα δεχτεί, δεν θα σου πει ευχαριστώ, ωστόσο χαμογέλασέ του και δως του φωτιά, όταν χτυπήσει τα δάχτυλα πήγαινέ του ποτό, μετά τα τέσσερα πρώτα μπορείς να τον πλησιάσεις και να προσπαθήσεις να τον κάνεις να λαλήσει. Πρέπει να προσπαθήσεις πάρα πολύ, πρέπει να βρεις την φόρμουλα, βασιζόμαστε πάνω σου Λία.

Τετάρτη. Οι ώρες περνούσαν βασανιστικά για όλους στο συνοικιακό μπαρ. Συνήθιζε να εμφανίζεται γύρω στις έντεκα, όμως εκείνη τη νύχτα η ώρα είχε περάσει τα μεσάνυχτα. Ο Αντώνης είχε αφερεθεί, οι μισές παραγγελείες έφευγαν λάθος, ο Πάνος το είχε ρίξει αποκλειστικά στον Cave, η Λία είχε ψαρώσει, τέτοια καταθλιπτική ατμόσφαιρα είχε καιρό να ζήσει. Ακόμα θαρρείς και οι πελάτες είχαν σωπάσει. Τα λεπτά περνούσαν και η πόρτα δεν άνοιγε, το volume στην κονσόλα του Dj άγγιζε το 0. Δεν ακουγόταν ψίθυρος, το καρτελάκι «ρεζερβέ» πάνω στο σκαμπώ περίμενε καρτερικά. Βουβαμάρα. Όταν το ρολόι έδειξε 4:00 ο Αντώνης άπλωσε σε όλη την επιφάνεια του μπαρ χαμηλά ποτήρια και τα γέμισε με absolut, πετώντας μέσα στο καθένα και από μια φέτα λεμόνι. Ελάτε ρε κουφάλες! Σήμερα πίνουμε για την πάρτη του Mr. Ben. Όλοι σηκώθηκαν άρπαξαν από ένα ποτήρι, το σήκωσαν στον αέρα και ούρλιαξαν: Στην υγειά του Mr. Ben!!!

Ο κύριος Μπεν δεν εμφανίστηκε από τότε. Κανείς δεν έμαθε ποτέ τι απέγινε. Ωστόσο το συνοικιακό μπαρ μετά από λίγο καιρό μετονομάστηκε σε «Mr. Ben» και μέσα σε μήνες έγινε must όχι μόνο για την πόλη αλλά για όλη την χώρα. Κάπου ανάμεσα στην μπάρα και στην είσοδο φτιάχτηκε μια βιτρίνα και μέσα της βρήκε την θέση του το σκαμπώ του με το καρτελάκι «ρεζερβέ» πάνω του.


Αναρτήθηκε απόErwtas Stomaxhs στις 11:30 μ.μ. 12 σχόλια  

Γκομενοδουλειές χωρίς γκόμενους.

H αλήθεια είναι ότι ακόμα δεν μπορώ να προσδιορίσω ποιο καλοκαίρι ήταν. Μπορεί να ήμουν ακόμα με τον Κώστα, μπορεί και όχι. Μάλλον όχι. Πάντως, μαζί με την Μ. φορτώσαμε το αυτοκίνητο με σκηνάκι, sleeping bag, μαγιό και την αδελφή μου (πεσκέσι από τους γονείς) και φύγαμε για σαββατοκυριακάτικο gomenohunting. Που; Που μπορείς να βρεις beach bar, τίγκα στους φοιτητές στη βόρεια Ελλάδα; Που; Ναι, στον Αρμενιστή μπορείς, αλλά εμείς αποφασίσαμε να πάμε στο camping του Αριστοτελείου στη Χαλκιδική. Feels like heaven!

Στον απολογισμό που κάναμε μετά, καταλήξαμε ότι η καλύτερη στιγμή του ταξιδιού ήταν κάπου στα μέσα της διαδρομής όταν σε μια στιγμή αδυναμίας τραγουδούσαμε Βίσση μπουκωμένες με τυρόπιτες από καντίνα-supermarket- είδη camping, προικός κτλ εκτοξεύοντας σφολιάτα στο ρυθμό «όλα τα λεφτά μωρό μου-όλα τα λεφτά». Γιατί τα υπόλοιπα ήταν μια πλήρης αποτυχία.

Φτάνοντας στο camping φάγαμε την πρώτη γερή ήττα. Στην είσοδο μας περίμενε οικογενειακός φίλος των δικών μου. Από αυτούς που σε βλέπουν με άτομα που δεν θέλεις να γίνεις ρεζίλι μπροστά τους, και αρχίζουν τις στριγγλιές. «Ααααα βρε [όνομα σου]ούλα, πως μεγάλωσες έτσι, (απευθυνόμενος στους υπόλοιπους) εμείς την [όνομα σου]ούλα την ξέρουμε από να, τόσο δα, θυμάσαι που κυνήγαγες τον Γιαννάκη μας να τον φιλήσεις;» Και μετά φροντίζουν να σε αποτελειώσουν ενημερώνοντάς σε για την γκομενάρα νέα φίλη του Γιαννάκη, ενώ εσύ καταριέσαι την γαμημένη στιγμή που μέχρι και ο μίστερ κουασιμόδος 1996 έχει γκόμενα ενώ εσύ όχι. Φυσικά οι γονείς μου είχαν εντελώς τυχαία παραλείψει να με ενημερώσουν για την ύπαρξη του φίλου τους, ενώ εν μέσω κραυγών μου στο κινητό, τους άκουγα να λένε, «μα πως κάνεις έτσι, ίσα ίσα που μπορεί να σας βοηθήσει και στο στήσιμο της σκηνής». Αυτό σήμαινε, στήσιμο σκηνής δίπλα στο παράθυρο του τροχόσπιτου του κυρίου Λευτέρη και πεντάλεπτες διακοπές «Θέλετε νεράκι, συκαλάκι, λίγο μουσακά, popcorn, μανταλάκια;» ενώ το μόνο που θέλαμε ήταν λίγο fucking privacy. Τελικά είχε και κάτι καλό ο κυρ Λευτέρης. Toν Μιχάλη, ένα γιο στην ηλικία της αδελφής μου, το ίδιο πυροβολημένο, οπότε για την Ν. το σαββατοκύριακο πέρασε σαν νεράκι που κυλά, παίζοντας Σκορ 4.

Θεωρώντας ότι έχουμε παρεκκλίνει του αρχικού μας στόχου γύρω στις 180 μοίρες, η Μ. πρότεινε να πάμε στο bar από τις εφτά το απόγευμα για καλύτερη ανίχνευση της τοποθεσίας. Πράγμα καταστροφικό αφού αν είσαι 1.50 και 40 κιλά με ένα γρήγορο υπολογισμό και χωρίς πτυχίο χημικού, μπορείς να καταλάβεις ότι στα 3 μπουκάλια μπύρας η θάλασσα είναι μωβ, ο barman σερβίρει πεταλούδες και στη τελική τι τους θες τους γκόμενους αφού κανείς δε σε καταλαβαίνει τόσο καλά όσο η μάνα σου; Αυτά αν πιείς μπύρα. Η Μ. όμως σκεπτόμενη πως καλοκαίρι είναι βρε αδερφέ, ας μην είμεθα τόσο συντηρητικοί, αποφάσισε πως οι Σκωτσέζοι της ταιριάζουν περισσότερο ως ιδιοσυγκρασία. Εγώ από την άλλη, επηρεασμένη από μια ηλίαση, με γεύση από μισή τυρόπιτα αμφιβόλου ποιότητος στο στόμα (είπαμε, η υπόλοιπη ήταν απλωμένη στο ταμπλό του αυτοκινήτου) και επιτακτική την ανάγκη ευρέσεως συντρόφου, είχα αποκτήσει την στρεβλή εντύπωση πως τα μάτια μου έχουν μαγικές μαγνητικές δυνάμεις. Που μεταφράζεται σε απίστευτο κάρφωμα ενός γκόμενου στην άλλη πλευρά της μπάρας. Και κακώς αδιαφορούσα πλήρως για τα πλαστικά ποτήρια whiskey που η Μ άδειαζε λες και έπρεπε να ποτίσει κάποιο εσωτερικό φυτό στο στομάχι της. Γιατί μετά από μισή ώρα, ο γκόμενος έφυγε και η Μ. χόρευε κάπου στην άλλη άκρη του beach bar με ένα γομάρι γύρω στα 2 μέτρα. Πήρα την μπύρα μου και πήγα κατά εκεί. Αφού ο «υποψήφιος γκόμενος» μου ήταν βλήμα και έφτυσε την τύχη του, θα έπνιγα τον πόνο μου στο whiskey της Μ. το οποίο άδειασα μονορούφι. Ο δίμετρος βούβαλος έκατσε μαζί με την Μ. δίπλα μου και μας έκανε την τιμή να μοιραστεί το όνομα του μαζί μας. Δε θυμάμαι τίποτα εκτός από το ότι ήταν από την Ιορδανία και ότι μου έκανε πολύ μεγάλος για φοιτητής. Καθώς στραβοκοιτούσα τον αλλοδαπό που χερούκωνε την φίλη μου, αργά αλλά σταθερά συνειδητοποιούσα ότι η μόνη μαγική ικανότητα που μου είχε προσφέρει η ηλίαση και η τυρόπιτα, ήταν αυτή του μαγνητισμού μεν, ηλιθίων δε, ατόμων. Έτσι, χωρίς να το πάρω χαμπάρι βρέθηκα δίπλα σε ένα φλώρο που μου εξομολογούνταν τον έρωτα του από την πρώτη στιγμή που με είδε και μάλιστα είχε προλάβει να μου γράψει και ένα ποίημα. Αυτόν τον θυμάμαι πως τον λέγανε. Νεκτάριο. Δε ξεχνιέται τέτοια επιτυχία. Και τότε είδα τον Νίκο.Τον πρώην γκόμενό μου. Ήμουν παρέα με μια μεθυσμένη φίλη, έναν Ιορδανό, ένα ποιητή Νεκτάριο και πολλές τύψεις που χώρισα τον Νίκο από το τηλέφωνο που γύρισα αμέσως στο μπουκάλι μου και του έριξα το βαθύτερο βλέμμα που μπορεί να εισπράξει μια μπύρα. Η Μ. με ρώταγε τι απέγινε το whiskey της και της έκανα νόημα να κοιτάξει πίσω. Δε ξέρω αν όντως κοίταξε. Ο Νεκτάριος απήγγειλε κάτι για μεθυσμένα φεγγάρια, ο Νίκος με ρώταγε γιατί χάθηκα έτσι και ένα χέρι με τράβαγε. Βρέθηκα να χορεύω σε αργό ρυθμό cheek to cheek με ένα πανέμορφο μελαχροινό αγόρι. Πράγμα που μου έκανε εντύπωση όχι γιατί το αγόρι ήταν πανέμορφο αλλά γιατί η μουσική ήταν κάτι σε πολύ δυνατά beat και το να χορεύω 1 στα 4 μπουμπ μου έκανε εντύπωση. Το χέρι του γκόμενου πλησίαζε απειλητικά τον κώλο μου και έτσι θεώρησα ότι πρέπει να ζητήσω τουλάχιστον ένα όνομα. Η απάντηση δεν ήρθε ποτέ. Δεν μπορούσα να χορεύω άλλο τέκνο σε ρυθμό «in the death car» και έτσι αφού ο γκόμενος δεν μιλούσε, είχα πιεί τα μπουκάλια μπύρας που αντιστοιχούν στο σωματότυπό μου (βλέπε εξίσωση πιο πάνω) και έτσι τον κάθισα σε μια καρέκλα και άρχισα την ανάκριση. Η Μ. είχε εγκαταλείψει τον Ιορδανό και μιλούσε με τον ποιητή Νεκτάριο. Χάρηκα που τα βρήκε κάποιος μαζί του. Μετά από μισή ώρα, είπα στη Μ. ότι πάω για ύπνο. Με ρώτησε για τον πανέμορφο γκόμενο και της είπα ότι είναι κωφάλαλος. Δηλαδή την αλήθεια! Τρεκλίζοντας ανάμεσα σε σκηνές και τεντωμένα μπουγαδόσκηνα, έφτασα στα καρτοτηλέφωνα. Δεν θυμάμαι αν πήρα τηλέφωνο τον Κώστα ή όχι. Μετά μάλλον έπεσα.

Την επόμενη μας ξύπνησε η αδελφή μου γκρινιάζοντας πως η σκηνή μυρίζει σαν αποστακτήριο. Με την Μ. είπαμε πως μόνο μια βουτιά μας σώζει, για να ανακαλύψω ότι κάποιος μου είχε κλέψει το μαγιό. Η Μ. με έβρισε γιατί ο ποιητής Νεκτάριος την έπρηξε -και αυτή για να με εκδικηθεί του έδωσε το τηλέφωνό μου. Επίσης το έδωσε και στον γκόμενο, που τελικά λέγανε Ηλία, αλλά αυτό το έκανε για καλό. Ο Ιορδανός της την έπεσε αγρίως αφού έφυγα και ευτυχώς ο Νίκος την γύρισε στη σκηνή αν και αναγκάστηκε να ακούει τη κλάψα του σε όλη τη διαδρομή.

Ο γυρισμός ήταν μια αηδία. Η Μ. αποφάσισε ότι οι Σκωτσέζοι είναι οι πιο ηλίθιοι του κόσμου κι εγώ ότι δε θα ξαναφάω τυρόπιτα. Η Ν. μας είπε ότι o Μιχάλης ξέρει ένα γαμάτο μπαράκι στο Πευκοχώρι. Δε θα ήταν ωραία να πάμε το άλλο Σαββατοκύριακο;

Αναρτήθηκε απόUnknown στις 11:05 π.μ. 15 σχόλια  

Παλιοκατάσταση -έβρεχε κιόλας.

Ήταν μια εποχή στεγνή σαν παστέλι –πάει να πει ότι δεν υπήρχε φράγκο στην τσέπη, όμως, άμα ξεσαγονιαζόσουν στο μάσημα, έβγαζες μέλι και σουσάμι. Το σουσάμι κόλλαγε ανάμεσα στα δόντια για να το φας αργότερα –το μέλι, εντάξει, πήγαινε κάτω με τη μία.
Δούλευα στο κέντρο, σε ένα βιβλιοπωλείο, προσωρινός μέχρι να πάω φαντάρος και φτυστέος λόγω επερχόμενου πτυχίου. Ξέρεις πως είναι αυτά –«καλά τώρα, εσύ θα την κοπανήσεις από εδώ μέσα όταν πάρεις το πτυχίο σου, δεν είσαι άτομο να στηριχτούμε πάνω σου». Το οποίο ήταν σωστό, γιατί ποτέ δεν κατάφερα να κρατήσω όποιον στηρίχτηκε πάνω μου. Αν ήμουν κτίριο θα μου κρέμαγαν ταμπέλα «μην περνάτε από κάτω, κίνδυνος κατεδάφισης», αλλά δεν ήμουν κτίριο και γι΄αυτό, κάποιοι γκρεμίστηκαν μη υποβασταζόμενοι. Ευτυχώς που δεν πέρναγε κανένας από κάτω, να τον πλακώσουμε. Ή μπορεί και να πέρναγε, δεν είναι αυτό το θέμα.
Το θέμα είναι πως η κοπέλα –ταμίας του βιβλιοπωλείου με την οποία ήμουν ερωτευμένος είχε δει την ταμπέλα. Πως την είδε αφού δεν ήταν κρεμασμένη; Χαζή ερώτηση. Η εθελούσια τύφλωση είναι πολυτέλεια κι εκείνη ήταν σκαστή από το σπίτι της, πάλευε να επιβιώσει στην κωλόπολη, αγχωνόταν για να αποκτήσει μέλλον. Πάει να πει –όταν καίγεται ο κώλος σου σε ημερήσια βάση, δεν έχεις χρόνο να δένεσαι με μαλάκες.
Αλλά βρίσκεις χρόνο να κάνεις μαλακίες. Έτσι κι αυτή, είχε σχέση σοβαρή, διαμπερή –δυο κρεβατοκάμαρες και βεσέ, με έναν συμπαθέστατο τυπάκο, αλλά έβρισκε χρόνο να καπνίσουμε παρέα μια διασκευή του «Έρωτας δίχως αύριο» (αγγλικός τίτλος ‘Against all odds’, εργάρα –ας είναι καλά ο Τζεφ Μπρίτζες, με χάλια σάουντρακ –μαλάκα Φιλ ‘Κουασιμόδε’ Κόλλινς). Δεν έμαθα ποτέ πως ακριβώς έβλεπε τη μεταξύ μας φάση –δεν είχε και νόημα να πιστέψω όσα έλεγε, γιατί προβλέπονταν στο σενάριο της προαναφερθείσας ταινίας. Αλλά εγώ ήμουν απροκάλυπτα ευτυχισμένος όσες φορές με κοίταζε και κατατονικά δυστυχής όλες τις υπόλοιπες φορές. Σαφέστατα και δεν ενδιαφέρθηκα να μάθω αν ένιωθα έτσι γιατί όντως έτσι ένιωθα ή απλά κάλυπτα τις ανάγκες του ρόλου μου. Είπαμε, ήμουν αφερέγγυος αλλά όχι και ηλίθιος. Αν είναι να το παίξεις, κάνε το σωστά –αλλιώς παράγγειλε μια μπύρα και άραξε να δεις πως το παίζουν οι υπόλοιποι.
Οχτώ και κάτι -οχτώμιση έκλεινε το βιβλιοπωλείο, πρότεινα κάποια έξοδο για τη μπύρα που λέγαμε παραπάνω, με την κρυφή ελπίδα ότι θα ερχόταν κι αυτή μαζί μας –δεν το αρνούμαι. Δυο ρεμάλια υπάλληλοι δέχτηκαν και η στριμμένη υπεύθυνη του παιδικού τμήματος δέχτηκε –εκείνη όμως θυμήθηκε πως ήταν καλεσμένοι (προσοχή στον πληθυντικό) σε κάποιο φιλικό σπίτι για να δουν φωτογραφίες καλοκαιρινών διακοπών και με άφησε στον άσσο. Βλαστήμησα τη γκαντεμιά μου, αλλά δεν γινόταν να ακυρώσω αυτό που μόλις είχα προτείνει.


Εκείνη την εποχή μαζευόμασταν στο «Άλλοθι», πάνω στην πλατεία. Όχι ότι έλεγε τίποτα σαν μπαρ, αλλά και που να πας; Έβαζε ο ξάδερφός μου μουσική (αυτό σήμαινε κάποια κερασμένα ποτά) είχαν και τον Γιώργο τον Havoc για να ξεχωρίζει τους μεθυσμένους –οικείο περιβάλλον με λίγα λόγια. Ανεβαίνοντας τη σκάλα, γίναμε χαλκομανίες από τα βαρέλια μπύρας που κουβαλούσε ο Havoc –ένα σε κάθε ώμο.
«Πως πάει αδερφέ; Τι κάνει το συγκρότημα;» ξηγήθηκα έναν φτηνό εντυπωσιασμό στους υπόλοιπους, γιατί, όχι μόνο ήξερα τον αγαθό γίγαντα, αλλά είχα και δίσκο των Ex Humans στο σπίτι –κλεμμένο από τα απομεινάρια κάποιου πάρτυ.
«Κα-κα-κα-λά, γα-γα-μιέται», απάντησε ο τραυλός τραγουδιστής και κιθαρίστας των θρυλικών Ex Humans.
Μπήκαμε στο μαγαζί όσο οι γκαρσόνες σφουγγάριζαν. Παραγγείλαμε μουσική και γρήγορα, βολευτήκαμε πίσω από κάτι ποτήρια με φρέσκο πάγο –ο Τζων Μπάρλεϊκορν μας έκλεινε ήδη το μάτι, αλλά ήταν πολύ φωτεινά για να τον δούμε.
Εκείνη ήταν η εποχή που είχα τραβήξει φρέσκο τρία καρό από την τράπουλα των αποφάσεων. Βέβαια, μια ζωή τρία καρό τραβούσα –οπότε η, μνημειώδους ηλιθιότητας, απόφασή μου να μην παραγγέλνω ποτέ το ίδιο ποτό, δεύτερη φορά μέσα στο ίδιο βράδυ, δεν παραξένευε κανέναν άλλο εκτός από το στομάχι μου.
«Βότκα τόνικ αγαπητή μου», τέτοιο έπινε κι ο Sid για να είναι Vicious.
Το μαγαζί γέμιζε αντιστρόφως ανάλογα από τα ποτήρια μας κι εμείς κάναμε ότι ήταν ανθρωπίνως δυνατό για να διορθώσουμε την κατάσταση.
«Ουίσκι κοκακόλα καλή μου», τέτοιο έπιναν οι Beatles πριν γίνουν φλώροι –αν υπήρχε ποτέ τέτοια εποχή.
Το ένα ρεμάλι με πλησίασε συνωμοτικά για να με πληροφορήσει πως η υπεύθυνη παιδικού τμήματος του την πέφτει εδώ και δυο ποτά.
«Κρατήσου ακόμα ένα και μετά να ενδώσεις», τον συμβούλεψα με τη σοφία που διακρίνει όσους βλέπουν πως η ώρα είναι ακόμα νωρίς κι έχουν ξεμείνει από λεφτά για ποτό.


«Πίνοντας στο μπαρ τα πάντα εκτός/ από το τελευταίο σκαλοπάτι,/ που γίνεται ψηλότερο και ψηλότερο,/ το ξημέρωμα έρχεται πιο νωρίς για την εργατική τάξη/ και εξακολουθεί να την παίρνει μαζί του αργά ή γρήγορα,/ αυτό είναι το παιχνίδι/ που μετακινείται όσο το παίζεις».


Καθόμουν και άκουγα το τραγούδι στον χώρο, καθόμουν και χάζευα τον κόσμο να δείχνει ενδιαφέρον πριν ξεκαρδιστεί στα γέλια, καθόμουν σε ένα ψηλό σκαμπό –κρυμμένος πίσω από κάποιον καθρέφτη και απέφευγα να κοιτάξω. Τι να δω δηλαδή; Ότι έπαιζα αναπληρωματικός στη ζωή ενός ζευγαριού; Ότι δούλευα σε κάποιους που περίμεναν την οικιοθελή αποχώρησή μου; Ότι προσπαθούσα να καθυστερήσω τον ενάμιση πεταμένο χρόνο στο στρατό, πετώντας τρία χρόνια στην προσπάθεια;
«Τζιν τόνικ συμπαθεστάτη μου», τέτοιο δεν ήξερα ποιος έπινε –χέστηκα κιόλας!
Το άλλο ρεμάλι βαρέθηκε να κρατάει φανάρι και σωριάστηκε δίπλα μου.
«Τι έγινε ρε μαλάκα; Έχεις τις μαύρες σου;»
«Κι αν τις έχω τι θα γίνει δηλαδή; Θα τις καπνίσουμε;» κουβέντες ηλίθιες, του ποτού, από αυτές που χρειάζονται μισό μπουκάλι κατανάλωση για να θεωρηθούν εξυπνάδες.
«Αστείο!» αυτός προφανώς είχε πει λιγότερο ή, ίσως, πολύ περισσότερο.
«Πες τα δικά σου και άσε με εμένα».
«Τι να πω –μιζέρια. Βλέπω και τους άλλους να χαμουρεύονται στη γωνία …»
«Και τι σε κόφτει;»
«Νόμιζα πως γουστάρει εμένα. Έτσι μου είχε δείξει τουλάχιστον».
Δεν ήταν θέμα ποτού, αλλά ερωτικής απογοήτευσης –γι΄αυτό δεν εκτίμησε το αστείο μου τελικά. Τον έσυρα από τους ώμους μέχρι το μπαρ, «κέρασε σφηνάκια γαμώ το σόι μας» κολάκεψα ασύστολα τον ξάδερφό μου και ήπιαμε στην υγειά των ερωτευμένων. Φυσικά ήπιαμε ακόμα ένα στην υγειά των ηλιθίων και μετά ένα στην υγειά των κομπλεξικών, πριν κατεβάσουμε την τελευταία γύρα στην υγειά του μαλάκα. Ποιου μαλάκα; Πάρτο με τη σειρά -στην υγειά μου, στην υγειά σου, στην υγειά του και στην υγειά του αιώνιου μαλάκα.
«Ξεκουμπιστείτε από τη μπάρα ρε γαμημένοι! Θα με σουτάρουν από τη δουλειά έτσι όπως το πάτε!», γκρίνιαξε ο ξάδερφος όταν ανακάλυψε πως είχε αφήσει μια ολόκληρη πλευρά από Ramones να παίζει αβοήθητη. Μαζί με τα κενά ανάμεσα στα τραγούδια. Φύγαμε. Τι να κάναμε δηλαδή; Το αίμα νερό δεν γίνεται –ειδικά όταν δεν έχεις στάλα αίμα μέσα σου.
Προσπάθησα να αποδείξω στο ερωτευμένο ρεμάλι πως οι γυναίκες είναι όλες μολώχες -άδικα. Όχι γιατί δεν την πέσαμε σε κάτι ξέμπαρκες, ούτε γιατί αποτύχαμε στη διαδικασία προσέγγισης, αλλά επειδή εγκαταλείψαμε μετά από λίγο –μυαλά κολλημένα σε αυτές που είχαν νοικιάσει τα μυαλά μας, πληρώνοντας με χαμόγελα χωρίς αντίκρισμα.
«Δεν γίνεται τίποτα -έτσι;»
«Γάμησέ τα»
«Αυτό είναι το πρόβλημα, ότι τα γαμάμε χωρίς να τις γαμάμε», ακόμα ένα αστείο που κουτούλησε στην ερωτική του απογοήτευση και τσαλαπατήθηκε αμέσως μετά –δίπλα σε κάτι γόπες.
«Πάμε σε άλλο μπαρ;» αναρωτήθηκε φωναχτά.
«Και τι θα αλλάξει; Άσε που δεν διαθέτω, ούτε πόδια, ούτε φράγκα για να φύγω από εδώ», τον πληροφόρησα πριν πάρουμε ακόμα μια γύρα ποτά.
Όταν πίνεις σιωπηλός, το ποτό σε πιάνει περισσότερο. Κατεβάζεις μεγάλες γουλιές, το ανακατεύεις με καπνό και πριν ψυλλιαστείς τι συμβαίνει –βρίσκεσαι να μασάς παγάκια.
«Άλλο ένα και φύγαμε. Για το δρόμο. Μητέρα, μπορούμε να παραγγείλουμε;»
«Αυτό αναρωτιέμαι κι εγώ. Μπορείτε; Μήπως θα ήταν καλύτερα να την κοπανήσετε από λίγο-λίγο; Κλείσατε μεροκάματο εδώ μέσα».
«Σοφά τα λόγια σου! Είναι ωραίο να υπάρχει κάποιος που σε σκέφτεται! Δίκιο έχεις, δίκιο δεν έχει;»


«Πως είναι να έχεις το προσωπικό σου μπουκάλι/ πίσω από το μπαρ πως νιώθεις γι’ αυτό;/ να παίζεις χαρτιά με τις γκαρσόνες όσο αυτές δουλεύουν,/ στο ‘jocko’s rocketship’ ή το ‘one eye jack’,/ αμαρτία μου και τυχερό αστέρι,/ ένα σταθερό μέρος να μελετάς και να πίνεις τη μέρα/, παλιές μέρες, οι αρχαίοι μπάσταρδοι με τα bloody mary/, σε ένα μπαρ για σκληροπυρηνικούς γιάπηδες καθόμαστε,/ ένα σφηνάκι και μια μπύρα/ μετά από μια κοπιαστική μέρα,/ το ξημέρωμα έρχεται πιο νωρίς για την εργατική τάξη/ και εξακολουθεί να την παίρνει μαζί του αργά ή γρήγορα,/ αυτό είναι το παιχνίδι/ που μετακινείται όσο το παίζεις,/ στο ‘hi-d-hi’ και στο ‘hula gal bee-hive’ μπαρ/ και στο ‘zircon lounge’, στο ‘g.g.’s cozy corner’,/ το δώρο της αγάπης, σταμάτα-και-πιες,/ κάτσε-και-ρούφα, αναπαύσου-σε-κομμάτια.»


Παραγγείλαμε τα επόμενα ποτά κατευθείαν από το μπαρ και τα ήπιαμε κρυμμένοι κάτω από μια κρεμάστρα για να αποφύγουμε τον οίκτο της. Κρυφοκοιτάζαμε κιόλας, τους άλλους δυο που είχαν περάσει στο στάδιο των απροκάλυπτων φιλιών. Δηλαδή, ο δικός μου τους κοίταζε –εγώ απλά τον χάζευα να παγώνει σε αξιοθρήνητες γκριμάτσες.
«Πάμε να φύγουμε ρε», τον έσπρωξα μήπως και ξυπνήσει. Νευρίασα κιόλας γιατί ήθελα να πιω μόνος, να ευχαριστηθώ τη δυστυχία μου. Και είχα κάποιον άλλο αναξιοπαθούντα να νταντεύω. Μια ζωή γαμώτο, όχι μόνο τώρα δηλαδή. Δεν προλαβαίνεις να λιώσεις γιατί κάποιος άλλος διαλύεται πλάι σου. «Η μπαλαρίνα που δεν χόρευε», «ο κουτσός ακροβάτης», ο «γυμνός με τα χέρια στις τσέπες» και «ο καταθλιπτικός που έλεγε ανέκδοτα» -η ιστορία της ζωής μου.
Σηκώθηκε, αφήνοντάς με να τον μεταφέρω. Ξεκλείδωσε τη μηχανή του τρέμοντας. Από το κρύο. Είχε πιάσει κάποιο ψιλόβροχο κιόλας –μας ράντιζε σαν χαλασμένη ντουζιέρα. Σκατά.
Τον παρακολούθησα να φεύγει, γλιστρώντας στη στροφή. Στοίχημα πως δεν θα τα καταφέρει να φτάσει σπίτι του –η σωστή σκέψη θα ήταν να τον ακολουθήσω. Αλλά προτίμησα να πιω ένα τελευταίο ποτό «σιγά τώρα, γίνεσαι υπερβολικός! θα φτάσει σπίτι του μια χαρά –μην ανησυχείς!» Δεν ανησυχούσα –πολύ τουλάχιστον. Ξανανέβηκα τα σκαλιά.


«Τι έχει μείνει αδοκίμαστο;» ρώτησα κι ο ξάδερφος κούνησε το κεφάλι.
«Μόργκαν, λατρευτή μου», είπα στον μπάρμαν. Το σέρβιρε σκέτο, χωρίς να με κοιτάξει. Ήταν έμπειρος μπάρμαν –ήξερε πως δεν υπήρχε τίποτα να ανταλλάξει μαζί μου, εκτός από μπουνιές. Σήκωσα το ποτήρι, αλλά σταμάτησα απότομα.
«Να σε ρωτήσω ρε φίλε», τον πλησίασα συνωμοτικά. «Ποιος πίνει Μόργκαν, ξέρεις; Κάποιος καλλιτέχνης, κάποια σπουδαία προσωπικότητα ίσως; Ξέρεις κανέναν;»
«Μπα. Μόνο κάτι τελειωμένοι σαν εσένα», μου απάντησε σκουπίζοντας τον πάγκο.
Το δέχτηκα. Δεν υπήρχε λόγος να τον πιέσω. Αφού δεν ήξερε –πώς να το κάνουμε δηλαδή; Κατέβασα μια γερή γουλιά. Το πράγμα εκείνο (γιατί υγρό δεν ήταν σίγουρα) κύλησε σαν τη λάσπη στον λαιμό μου. Αλήθεια λέω, ένιωθα μέχρι και τα χαλίκια! Πείσμωσα. Ήπια κι άλλη γουλιά. Ήθελα να κάνω εμετό. Τώρα –όχι τώρα, πριν 10 λεπτά! Κατέβασα το υπόλοιπο μονορούφι. Μάσησα παγάκια για μια ακόμα φορά. Μου φάνηκαν υγρά και τρυφερά σε σχέση με το κατακάθι που είχα πει πριν.
Υπήρχε ένα πρόβλημα με τα γόνατά μου. Έτρεμαν. Άρα δεν μπορούσα να κατευθύνω τα παπούτσια μου. Το ξεπέρασα, σφίγγοντας τα δόντια. Τώρα, πως γίνεται να σφίγγεις τα δόντια για να κουνήσεις τα πόδια σου … αυτό δεν το ξέρω.
Υπήρχε ακόμα ένα πρόβλημα γιατί όλα γύριζαν σαν κακή ελληνική ταινία –η σκάλα, τα μπουκάλια, οι φάτσες, μόνο ο Havoc ήταν σταθερός. Μάλλον επειδή έκοβε βόλτες νευριασμένος –κάτι πελάτες που είχε πετάξει έξω, προσπαθούσαν να ξαναμπούν. Έσφιξα τα μάτια και πέρασα δίπλα του. «Εί-σαι καλά; Καλά εί-σαι;» με ρώτησε από υποχρέωση.
Προσπάθησα να κρατήσω ισορροπία καθώς τα σκαλιά ανέβαιναν πίσω μου και μάλλον τα κατάφερα. Βέβαια, σε αυτή τη ζωή κανένας δεν μπορεί να είναι σίγουρος για τίποτα. Έσκυψα να ξεκλειδώσω το πέταλο από τη μηχανή. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή χάθηκα. Μάλλον πέρασε κάποιο τραίνο γιατί είχα ένα βουητό στ’ αυτιά, που δεν έλεγε να φύγει. Και έβλεπα αποσπασματικά. Δέκα πόντους λευκής διαχωριστικής γραμμής, δυο σταγόνες στη ζελατίνα του κράνους, σβηστές ταμπέλες καταστημάτων «Είδη προικός», «Νεωτερισμοί», «Ταμιευτήριο», «Φωτιστικά», «Εξευτελισμός».
Ξύπνησα στο δωμάτιό μου με τη μπλούζα μέσα στον εμετό και το παντελόνι γεμάτο λάσπες. Συνειδητοποίησα το προφανές –είχα κοιμηθεί με τα ρούχα! Η επιστροφή στο σπίτι απλά δεν υπήρχε στις αναμνήσεις μου. Μόνο κάτι στιγμιότυπα, ταμπέλες, βροχή, κακοφωτισμένος δρόμος κι εγώ να ανοίγω τέρμα γκάζι πριν φρενάρω «του πανικού» πάνω στη λευκή διαχωριστική. Επιστημονικές ανησυχίες –τελικά γλιστράνε όντως οι διαχωριστικές γραμμές των δρόμων; Κι αν ναι –πόσο; Πολύ.

«Ντριν, ντριν 7 π.μ./ τράβα τον εαυτό σου να ξεκινήσει πάλι/ κρύο νερό στο πρόσωπο/ σε φέρνει πίσω, στο ίδιο άθλιο μέρος».


Κράτησα το κεφάλι ανάμεσα στις παλάμες μου για να μην χυθεί στο πάτωμα. Σηκώθηκα κιόλας, βούιζαν τ’ αυτιά μου σαν μπουρού πλοίου –πλύθηκα, ντύθηκα και βγήκα στο άθλιο πρωινό. Ευτυχώς η μηχανή δεν είχε τίποτα περισσότερο από γρατζουνιές στα πλαστικά –εντάξει, και λάσπες παντού, φτηνά τη γλιτώσαμε. Κι αφού τη γλιτώσαμε, ξεκινήσαμε παρέα για τη δουλειά –έτσι γίνονται αυτά τα πράγματα. Συναρμολογείς τα αισθητήρια όργανα και προχωράς αδιαφορώντας για το συνεργείο οικοδομών που δουλεύει ανάμεσα στα μηνίγγια σου.
Πάνω στα ρολά του κλειστού ακόμα βιβλιοπωλείου κοιμόταν ο ερωτικά απογοητευμένος φίλος μου. Γονατιστός, με το μάγουλο κολλημένο στις κλειδαριές. Ήθελα να σκεφτώ –«ευτυχώς που πρόλαβα να τον βρω πριν το αφεντικό», αλλά δεν το σκέφτηκα γιατί το αφεντικό βρισκόταν ήδη απέναντί του, σε ασφαλή απόσταση, και στράβωνε. Δεν ξέρω για σένα, δεν ξέρω για τώρα –αλλά εκείνη τη στεγνή εποχή, οι εφιάλτες ήταν συνηθισμένη κατάσταση. Χριστοπαναγίες όσο ανέβαιναν τα ρολά, απειλές απόλυσης «προς γνώση και συμμόρφωση», ένα χτεσινοβραδινό ζευγάρι με βαριά μάτια από το σεξ κι ο δικός μου, που έτρεμε όσο περπατούσε σα σκεβρωμένη εξώπορτα –ευτυχισμένες μέρες!
Δούλευα στο πατάρι του βιβλιοπωλείου, απέφευγα να περπατήσω γιατί είχε γίνει το ξύλινο πάτωμα, κατάστρωμα επιβατικού σε τρικυμία. Πολλά τα μποφόρια –πιτσιρικάδες έκλεβαν κόμιξ μπροστά στα μάτια μου –φοβόμουν πως θα ξεκολλήσει ο λαιμός μου κάθε φορά που προσπαθούσα να κοιτάξω αλλού, να μην τους κομπλάρω και γκρεμίσουν ολόκληρο το ράφι. «Κλέψε ρε άνθρωπε, δεν σε βλέπω –κι εγώ το ίδιο έκανα πριν αρχίσω να δουλεύω εδώ. Κλέψε, μόνο μη με αναγκάσεις να σηκωθώ από την καρέκλα γιατί κυματίζει το παρκέ».
Κατά το μεσημέρι μπόρεσα να ξεκολλήσω από την καρέκλα –ήταν αναγκαστικό, αλλιώς θα πάθαινα θρόμβωση. Περπάτησα σέρνοντας μια αόρατη σιδερένια μπάλα σαν τον Άβερελ Ντάλτον, περπάτησα προσέχοντας τους ανύπαρκτους λόφους στο παρκέ, περπάτησα μέχρι που είδα τον γνωστό μπάρμαν να ρωτάει κάποιους υπαλλήλους στο ισόγειο του βιβλιοπωλείου.

«Αθηνόδωρος Προύσαλης: Μέρα! Ο κύριος Πολυκράτης Σπανός;
Κατερίνα Γιουλάκη: Ορίστε, τι θέλετε; Είμαι γυναίκα του.
Αθηνόδωρος Προύσαλης: Δε βλέπω το πρόσωπο!
Κατερίνα Γιουλάκη: Ναι, αλλά ποιον θέλετε;
Αθηνόδωρος Προύσαλης: Ψηλός, όμορφος, βουτυράτος…
Κατερίνα Γιουλάκη: Βουτυράτος;
Αθηνόδωρος Προύσαλης: Με μια αψηλή, τσιριμπίμ, τσιριμπόμ…
Γιώργος Γαβριηλίδης: Τσιριμπίμ, τσιριμπόμ; Excuse me, μήπως είσαστε από τη Νότια Αφρική;
Αθηνόδωρος Προύσαλης: Όχι, από τη Νέα Σμύρνη!»



Έκλεισα τα μάτια, έκλεισα την ταινία Του έκανα νόημα να ανέβει εκεί που βρισκόμουν γιατί δεν μπορούσα να εγκαταλείψω την κουπαστή με τέτοια τρικυμία. Ανέβηκε χαμογελαστός. Ευέλικτος. Φρέσκος σαν διαφήμιση στεγαστικού δανείου. Κανένας δεν είχε πληρώσει τον χτεσινοβραδινό λογαριασμό. Πήγαμε, ήπιαμε, φύγαμε –άνετοι σαν πρωταγωνιστές ταινίας. Έχεις δει ηθοποιό να πληρώνει σε ταινία; Κι εμείς τα ίδια.
Πλήρωσα αμίλητος. Έμεινα άφραγκος. Το ζευγαράκι είχε κρυφτεί στην αποθήκη βγάζοντας μια παραγγελία ή βγάζοντας τα μάτια τους «κατά παραγγελίαν». Ο απογοητευμένος φιλαράκος ξέρναγε σε κάποια τουαλέτα κάθε τέταρτο. Η ταμίας ξεφύλλιζε ένα περιοδικό με είδη σπιτιού, αποφεύγοντας να με κοιτάξει. Ξενέρωσα στη στιγμή.

Υ.Γ.: Οι στίχοι είναι δανεικοί από το «The have nots» των θεϊκών Χ και το “Magnificent 7» των Clash. Ο διάλογος έρχεται κατευθείαν από την ταινία «Μια Ιταλίδα από την Κυψέλη» και οι φωτογραφίες από το "Barfly". Το συγκεκριμένο ποστ δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα πολυλογάδικο «καλώς σας βρήκα»

Αναρτήθηκε απόThe Motorcycle boy στις 10:20 π.μ. 18 σχόλια