Μια νύχτα μόνο
Παρασκευή 18 Μαΐου 2007
Βράδυ Σαββάτου βγήκε με την παλιοπαρέα να ξεσκάσει. Βαριόταν αφάνταστα, αλλά δεν ήθελε να μείνει πάλι μέσα. Φόρεσε το πιο παλιό της τζην κι ένα μαύρο μακό και βγήκε. Στο μικρό επαρχιακό μπαράκι τα ίδια γνωστά πρόσωπα, η ίδια χιλιοπαιγμένη μουσική, πότε θ’ αλλάξουν ρεπερτόριο επιτέλους; Οι κουβέντες χιλιοειπωμένες κι αυτές, τόσα χρόνια τώρα τίποτα δεν άλλαζε στον μικρό τους τόπο. Μόνο τα καλοκαίρια ερχόταν κάνας ξεχασμένος τουρίστας περαστικός που δεν έβρισκε αλλού δωμάτιο να διανυκτερεύσει.
Είχε ήδη πιει το δεύτερο ποτό της και κοίταξε το ρολόι στο χέρι της. Μία παρά τέταρτο. Ήταν νωρίς ακόμα αλλά δεν είχε κανένα λόγο να μείνει. Η κάπνα της ξέραινε το λαιμό και της έτσουζε τα μάτια. Η παρέα της φαινόταν τόσο βαρετή. Έψαξε με το βλέμμα το χώρο να βρει το σερβιτόρο, να πληρώσει και να φύγει. Ένα ψυχρό ρεύμα που τη χτύπησε στην πλάτη την έκανε να σιχτιρίσει για πολλοστή φορά απόψε. Κάθε που άνοιγε η πόρτα του μικρού μπαρ, η παγωνιά την κάρφωνε στην ωμοπλάτη, απομεινάρι από παλιά ψύξη που την ταλαιπωρούσε χρόνια τώρα. Γύρισε θυμωμένη σχεδόν να κοιτάξει ποιος μπήκε τέτοια ώρα. Οι γνωστοί θαμώνες ήταν ήδη εκεί από νωρίς.
Αντίκρυσε το βλέμμα του και πάγωσε. Ο σερβιτόρος που στο μεταξύ είχε δει την κίνηση του χεριού της ήταν ήδη δίπλα της. « Ένα ακόμα από τα ίδια» του είπε. Ασυναίσθητα πέρασε το χέρι στα σπαστά κόκκινα μαλλιά της και μετάνιωσε που δεν είχε περιποιηθεί τον εαυτό της απόψε. Εκείνος την είχε ήδη δει με την άκρη του ματιού του. Μόνο τυφλός δε θα πρόσεχε αυτήν την πορφυρή χαίτη. Κινήθηκε με την παρέα του προς το μοναδικό σημείο της μπάρας όπου υπήρχε λίγος χώρος ν΄ακουμπήσουν. Ήταν ξένοι, περαστικοί για μια νύχτα. Τηλεοπτικό συνεργείο που γύριζε ντοκυμαντέρ για την περιοχή, τους πρόλαβε το σκοτάδι πριν τελειώσουν το γύρισμα στη λίμνη κι έτσι θα έπρεπε να μείνουν μέχρι να ολοκληρωθεί η λήψη με το επόμενο φως της μέρας. Είναι πολύ εύκολο να τα μάθεις όλα αυτά σ’ ένα χωριό, όπου το μόνο που περιμένει κανείς είναι η άφιξη ενός ξένου για να ταράξει λίγο τα λιμνάζοντα νερά της μικρής επαρχίας.
Πήγε και στριμώχτηκε στο μπαρ να παραγγείλει τέταρτο. Ήταν μια καλή πρόφαση για να τον πλησιάσει. «Για γυναίκα πολύ πίνεις» άκουσε τη φωνή του να της γαργαλά το αυτί. «Κι εσύ για άντρας σχεδόν καθόλου» του χαμογέλασε δήθεν υποτιμητικά, περιπαιχτικά, κοιτώντας μια τα μάτια του και μια τη μπύρα που κρατούσε. «Κέρνα τα παιδιά μερικά σφηνάκια ν’ ανάψει το κέφι» φώναξε στον μπάρμαν, ο οποίος πρώτη φορά την έβλεπε να κάνει τέτοια κίνηση. «Κερνάνε κι οι γυναίκες στα μέρη σας;» την πείραξε εκείνος. «Όλα τα κάνουν οι γυναίκες εδώ» του είπε και του έκλεισε πονηρά το μάτι. Του γύρισε την πλάτη για να μην τη δει να κοκκινίζει και κατευθύνθηκε προς την παρέα της. Πώς το είχε ξεστομίσει αυτό; Την ίδια στιγμή κιόλας ένιωσε πως ήθελε ν’ ανοίξει η γη και να την καταπιεί. Δεν ήταν καθόλου του στυλ της κάτι τέτοιο!
Τους βρήκε 5 η ώρα το πρωί να πίνουν μπύρες στο παγκάκι στην πλατεία, το μπαρ έπρεπε να κλείσει, όμως εκείνοι δεν ήθελαν να φύγουν. Της μίλησε για τη ζωή του, του είπε τα δικά της κι ήταν σαν να γνωριζόντουσαν χρόνια. Της ήταν οικεία η μυρωδιά του και το βλέμμα του κι ο ήχος της φωνής του σαν να την υπνώτιζε και δεν την άφηνε να φύγει. Όταν το πρώτο κοκκόρι λάλησε κατάλαβαν πως έπρεπε να φύγουν, σε λίγο οι πρώτοι κάτοικοι θα ξεκινούσαν τη μέρα τους και δεν ήθελε να δώσει λαβές για σχόλια. Την έπιασε απ’ το χέρι και την οδήγησε στο αυτοκίνητο, σε 2 λεπτά βρισκόντουσαν στο πανδοχείο, σε 5 ξάπλωνε ήδη στο κρεβάτι του, μισοκοιμισμένη σχεδόν στην αγκαλιά του. Σε 1 ώρα το συνεργείο θα ετοιμαζόταν για το γύρισμα. Είχαν τόσα ακόμα να πουν κι ο χρόνος ήταν τόσο εχθρικός μαζί τους. Της έκανε έρωτα κοιτώντας την συνεχώς στα μάτια. Κανείς δεν της είχε φερθεί τόσο τρυφερά μέχρι τώρα.
Όταν ξύπνησε ήταν περασμένο μεσημέρι. Εκείνος έλειπε από δίπλα της. Στο μαξιλάρι υπήρχε ένα χαρτάκι μ’ ένα τηλέφωνο. Το έσκισε βιαστικά. Από τις γνωριμίες της μιας νύχτας δεν περίμενε ποτέ τίποτα.
Αναρτήθηκε απόnosyparker στις 9:03 μ.μ.
Παρα πολυ καλο.
ζερο.