1

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Δε θυμάμαι τί μέρα ήταν. Μπορεί Νοέμβρης, μπορεί Αύγουστος. Ούτε τί εποχή. Μπορεί Πέμπτη, όχι Κυριακή ήταν. Χρονολογία σίγουρα δε θυμάμαι μα θα'ταν νύχτα. Ώρα; 1957 ή 1999.

Π ΓΙΑ ΠΑΡΟΝ
-Καλησπέρα, τί θα πιείτε;
-Δε με θυμάσαι;
-Όχι, συγνώμη. Να σας φέρω κάτι;
-Τεκίλα με σουλήκι...

Π ΓΙΑ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
Το μπαρ είχε ένα όνομα που άρχιζε απο -ε. Σϊγουρα όχι ελέφαντας. Κι εκείνη έφτασε εκεί βρεγμένη. Όχι μέχρι το κόκκαλο γιατί είναι βλακεία έκφραση. Βρεγμένη όμως. Έδενε σφιχτά τα μαλλιά της. Όλο το πρόσωπο ήταν ακάλυπτο. Δεν τα είχε βάψει ποτέ. Το λατρευε το μαύρο. Τόσο μαύρο. Όλοι νόμιζαν πως είναι ψεύτικο. Όχι δεν είναι...Έτσι ήταν και τα μάτια της. Μαύρα , μικρά, παράξενα, σαν από άλλες χώρες. Κάτω από τον πολύ ήλιο τότε μόνο έμοιαζαν καφέ. Ετοιμάστηκε γι'αυτόν. Όλα εκείνα που του αρέσουν. Εσώρουχα, φούστα, μπότες, το αγαπημένο του παλτό. Κασκόλ. Όσες φορές έκαναν έρωτα έξω, φορούσε εκείνο το κασκόλ. Εκείνος τραβιόταν βιαστικά κι έχυνε πάνω της. Τη σκούπιζε με την άκρη του κασκόλ. Όταν μετά έκαναν βόλτες στο κρύο το αποκαλούσε " το χαρτομάντηλο". Γελούσαν.

Π ΓΙΑ ΠΑΡΟΝ
-Ορίστε, στην υγειά σας.
-Μα πες μου δε με θυμάσαι;
-Ισως ναι, 'ισως όχι. Βοηθήστε με καλύτερα να μην πω καμιά βλακεία.
-Οχι αυτή είμαι. Η βλακεία. Ναι σίγουρα.Ειμαι η βλακεία που θυμάσαι πες την.
-Είσαι η Λ;
-Ναι εγώ είμαι. Κι εσύ ο Φ;
-Ναι....


Της είχε δώσει τα κλειδιά του σπιτιού. Τον γνώριζε καιρό. Από τότε που σερνόταν στα πόδια της Α. Τον έβλεπε ήρωα, τις νύχτες ονειρευόταν συναντήσεις μαζί του. Την καύλωνε η συστολή του, ο τρόπος του. Ήταν σίγουρη πως θα είναι καλός έραστής , λατρευε τη λέξη "εραστης". Ειδικά όταν την έλεγαν άντρες. Είχαν πιάσει κουβέντα στο μπαρ απο -ε. Ήταν μεθυσμένος και της έλεγε για την Α. Δεν ήταν απο τις γυναίκες που μπορούσαν να παρηγορήσουν πληγωμένους άντρες. Τον σιχαινόταν αυτό το ρόλο. Κι όσο κι αν αυτό θα ήταν αφορμή να μιλήσει μαζί του, δε γούσταρε τη συζητηση. Μετά κατάλαβε οτι η Α ήταν μια ξενέρωτη γκόμενα και δεν της άρεσε ο τρόπος που του μιλούσε. Στα μάτια της ήταν αφέντης, το καμάρι της, κι εκείνη τον ξεφτίλιζε.


-Ξέρεις τί λέω; Όλοι οι μύθοι πλάθονται πριν γαμηθείς. Τότε που τα φαντάζεσαι όλα τέλεια.
-....
-Πάντα το πίστευα.
-Νομίζω κι εγώ.

Η Λ ΚΑΙ Η Α
Ήξερε πως αν τη γαμήσει μια φορά θα αλλάξει γνώμη. Η Α δεν τον άφηνε να την πολυπλησιάσει. Αυτό τον τραβούσε. Η Λ ήταν σαν παιδάκι. Μπορούσε να φιλήσει και να αγκαλιάσει όλο τον κόσμο. Κι ύστερα να αποτραβηχτεί. Έλεγε πάντα αυτό που σκεφτοταν. Η Α φυσικά ποτέ. Είχε προετοιμάσει τον εαυτό της για όλα. Επιτηδευμένες κουβέντες, τρόπους καθίσματος. Η Λ πάντα στον κόσμο της. Δεν ήξερε τι θα πεί προσποιούμαι. Ο σκηνοθέτης Μ της είχε πει πως είναι η απόλυτη φυσική καύλα. Και της το είχε πει μετά που τη γάμησε, άρα έστω και λίγο ίσχυε. Η Α και η Λ τα δύο άκρα. Πολλές φορές σκεφτόταν πως για να γουστάρει την Α (δεν ήθελε να πει τη λέξη ερωτευμένος) αποκλείεται να μπορούσε να ερωτευτεί εκείνη.

Ένας δεμένος άντρας με αυτές τις κοιλιές που της άρεσαν κάθησε στο διπλα σκαμπό. Χαιρέτησε τον μπαρμαν κι εκείνος μετα από λίγο του έφερε το ποτό του.


Δεν ηταν πολύς καιρός που είχαν αρχίσει να πηδιούνται. Εκείνος ήταν τελικά καλός εραστής όταν άφηνε τον εαυτό του. Δεν καταλάβαινε αν την είχε ερωτευτεί, πάντα μπερδεμένος κι ανώριμος. Την εκνεύριζε αλλά τον ήθελε άρρωστα. Πέρναγε ώρες στο σπίτι του. Ώρες στο κρεβάτι. Εκείνος έμαθε πολλά μαζί της. Να μη ντρέπεται. Να της μιλάει πρόστυχα, να τη χύνει στο πρόσωπο και να την κοιτάζει. Να τη βλέπει να τα πίνει και μετά να την φιλάει. Την πρώτη φορά που του ζήτησε να την γαμήσει απο πίσω εκείνος ξενέρωσε. Της είπε πως αυτό θα τον έκανε να την αισθάνεται φτηνή. Του έμαθε πως είναι πιό φτηνό να μην μπορείς να εκτονώσεις την καύλα σου. Της έλεγε ερωτόλογα, μωρό μου, γυναίκα μου...Ηταν ένας πείεργος έρωτας. Κι εκείνη καταλάβαινε πως τη χρησιμοποιούσε. Της άρεσε.


-Δε μ'αρέσει να πίνω μόνος. Πώς σε λένε;
-Λ και μ'αρέσει να πίνω μόνη.
-Πάντως φαίνεσαι κάπως θλιμμένη
-Να χαρείς, αστο δεν είναι η μέρα μου...


Έβαψε τα μάτια της, φόρεσε εκείνο το φουστάνι που αφήνει όλη την πλάτη έξω. Κι απο κάτω τη φούστα. Της άρεσε να φοράει φουστάνι πάνω απο φούστα, από παντελόνι, κι απο΄πάνω άλλη μπλούζα. Μπερδευε τα ρούχα όπως ήθελε εκείνη. Χωρίς κανόνες. Η μαμά της έβριζε πάντα. Η κόρη μου δεν είναι σαν τις άλλες κοπέλες. Βάλε ένα πουκαμισάκι παιδί μου, εκείνο το γαλάζιο πόσο σου πάει. Αμάν με τα μαύρα. Χέσε με ρε μαμά. Είχε το κλειδί του. Της άρεσε να πηγαίνει, να κάθεται εκεί. Αυνανιζόταν μονη της στο κρεβάτι του. Τον περίμενε. Άκουγε το ασανσερ να σταματάει στον τρίτο. Εκείνος έμπαινε και τη μύριζε στο σπίτι, συνήθως έκανε ενα μμμμμ χαράς και καύλας. Εμπαινε στο δωμάτιο. Εκείνη μισόγυμνη και μισοκοιμισμένη. Ξεντυνόταν γρήγορα, βρωμούσε ποτά, μερικές φορες και ταβέρνα. Ξάπλωνε δίπλα της. Τριβόταν, τη γαμούσε δυνατά κι ωραία. Κοιμόταν δίπλα της σα μωρό. Το πρωι της έφταχνε πρωινό. Εκείνος διάβαζε εφημερίδα, εκείνη έβλεπε "κουκλομέγαλοι και πολυσπόρια". Έβγαιναν μαζί έξω. Βιαστικά καφέ και χώριζαν. Λατρευε το παλτο της. Τις μπότες της.


-Εγω παντως θα επιμείνω, έχω όρεξη σήμερα
-Εγώ δεν έχω όμως

Εκείνο το βράδυ, πήγε σπίτι του. Τον περίμενε. Την πήρε ο ύπνος. Ξύπνησε στις 6. Εκείνος δεν είχε φανεί. Εφτά κι ο ήλιος παραμονεύει. Εκείνη ξυπνάει άδεια. Ανοίγει τα μάτια. Πηγαίνει στην κουζίνα. Πίνει γάλα. Στο ντουλάπι έχει δυο μικρά κατσαριδάκια. Σιχαίνεται. Φοράει τη φούστα της. Με τις παντόφλες του. Χωράει όλο το πόδι της μέσα στο μπροστινό μέρος. Τα κοιτάζει. Είναι άδεια. Τον σκέφτεται να της λέει πράγματα για τα "ποδαράκια " της. Του ανοίγουν την όρεξη. Εκείνη δεν έχει καμία όρεξη. Κάθεται στο γραφείο του. Περιμένει. Περιμένει. Μεσημέρι, απόγευμα. Ανοίγει ένα συρτάρι. Ένα γράμμα. Ξεκινάει έτσι...." ο ερωτισμός μου.....και τελειώνει έτσι, "είσαι ο μεγαλύτερος ανεκλπήρωτος έρωτας της ζωής μου"....μέσα περιέχει στίχους που του έχει πει εκείνη. Εξοργίζεται..."παταγα γω στραβός μες στα νερά... " εξοργίζεται κι αλλο. Εγώ του το'μαθα αυτό.... Μέσα στο συρτάρι τρία δεκαχίλιαρα. Τα παίρνει, φοράει τις μπότες της, τις καλτσες, χωρίς εσώρουχα. Πηγαίνει στην πρωτοπορία. Δεν μπορεί να κλάψει. Τα ξοδεύει όλα σε βιβλία που ήθελε να πάρει καιρό αλλα δεν είχε λεφτά. Εχει πάει 8 το βράδυ. Περπατάει. Κάθεται για καφέ. Κοιτάζει τα βιβλία της με καμάρι. Κοιτάζει τα νύχια της. Εϊναι μισοξεβαμμένα. Αυτό τον καυλώνει. Πίνει τον καφέ. Βγαίνει. Βρέχει και κλαίει σαν κοριτσάκι που έχασε τη μαμά του στο σούπερμάρκετ. Κλαίει πολύ. Μέχρι να ομορφύνει κι άλλο, κι άλλο.

Ανοίγει την πόρτα του μπαρ απο -ε. Προχωράει. Ποτέ δεν κάθεται σε τραπέζι. Κι αυτό το μπαρ το αγαπάει. Τα πόδια της φτάνουν στο σκαμπό. Επιτέλους. Γιατί στα μπαρ έχουν τέτοια σκαμπό και δεν μπορεί να βολευτεί; Συνήθως τα πόδια της κρέμονται. Σαυτό το μπαρ απο -ε όχι. Κάθεται. Εϊναι βρεγμένη, με μουτζουρωμένα μάτια, ξεβαμμένα νύχια, ξενυχτισμένη, άδεια, μικρή, καυλωμένη, πεθαμένη μισή φορά.



-Ασε με να σε κεράσω μια τεκίλα.
-Σ'αφήνω.
-Τι έχεις;
-Ααα όχι τέτοια. Είπαμε να κεράσεις. Αν είναι να μου κάνεις τον Ρομπέν των στεναχωρημένων άστο.
-Καλά καλά. Σταματάω. Πες μου πως σε λένε.

-Χάρηκα Λ, είμαι ο Π
-Και τώρα;
-Τώρα πιές το ποτό σου και μετά θα σε πάω μια βόλτα.
-Στην υγειά μας
-Στην υγειά μας, έχεις πιει πολύ ε;
-Όσο για να σου κάτσω ναι
-........
-Έλα να σε πάω σπίτι σου
-Κοίτα Π. Είμαι κάπως. Πήγαινε σπίτι σου και καμιά άλλη φορά ίσως.
-Πάμε σου είπα.
-Πάμε.

Βγαίνουν έξω...Την κρατάει απαλά.
-Να ξέρεις οτι παντού υπάρχουν μαλάκες που μας πληγώνουν.
-Και παντου μαλάκες που νομίζουν οτι με ένα γαμήσι θα μας ξεπληγώσουν.
-Δεν θέλω να σε γαμήσω
-Αλλά;
-Να σε μάθω, είσαι όμορφη, πολύ όμορφη.
-Εκείνος θέλει την Α. Της γράφει γράμματα με τα λόγια που του έμαθα. Μπορεί κιόλας να την γαμάει με τον τρόπο που του έμαθα.
-Εκείνη δεν θα το ευχαριστιέται όμως.
-Πως το ξέρεις;
-Το ξέρω. Το έχω κάνει κι εγώ. Όταν μια γυναικα σου μαθαίνει να γαμάς, σε καταδικάζει. Αν γαμήσεις άλλη με τον ίδιο τρόπο ξενερώνεις. Και να τη γαμάει εσένα θα σκέφτεται.
-Αυτήν γαμάει όμως.
-Εϊναι κολλημενος γι αυτό.
-Παρηγορητικές μαλακίες.
-Έτσι είναι και δε θέλω να σε γαμήσω
-Θέλω εγώ.
-Έλα σπίτι μου
-Πάμε


Εκείνο το βράδυ γαμήθηκαν πολύ. Μέχρι τρέλλας. Το πρωί γύρω στις εφτά, τριγυρνούσα κάπου στην Άνω Τούμπα ψάχνοντας ταξί. Με τα βιβλία μου αγκαλιά.

-Θα μου δώσεις το τηλέφωνό σου;
-Όχι δε χρειάζεται.
-Μετάνιωσες;
-Ποτέ δε μετανιώνω
-Τότε;
-Δε θέλω να σε ξαναδώ
-Πως το προαποφασίζεις;
-Το ξέρω
-Το βράδυ θα είμαι στο -ε.
-Εγώ όχι
-Κάθε βράδυ είμαι εκεί. Σε έχω δει κι άλλες φορές. Εϊσαι πάντα όμορφη.
-Κοιμήσου
-Δεν είσαι απο 'δω ε;
-Όχι
-Φαίνεται
-Γειά
-Γειά...


Δυο μέρες λείπεις. Δεν μπορεις να πάρεις ένα τηλέφωνο; Φιλότιμο δεν έχεις; Περιμένουμε σα μαλάκες κι εγώ και ο μπαμπάς σου. Πήρε κάποιος τηλέφωνο και σε ζητούσε. Πολλές φορές. Δεν είπε όνομα; Εϊπε. Αυτός που θέλεις ήταν.
Μαμά είμαι κουρασμένη....
καληνύχτα.


Αναρτήθηκε απόФе́ммe скатале στις 10:13 π.μ. 22 σχόλια  

Κερασμένα όλα

Kαλόπιοτο να 'ναι παιδες!

Αναρτήθηκε απόοι σκιές μιλάν στις 10:04 μ.μ. 4 σχόλια